#MeToo: Στη Γαλλία έχει διάρκεια και γίνεται σκληρότερο - Free Sunday
#MeToo: Στη Γαλλία έχει διάρκεια και γίνεται σκληρότερο
Συμβάλλει στην αβεβαιότητα ενόψει των προεδρικών του Μαΐου 2022.

#MeToo: Στη Γαλλία έχει διάρκεια και γίνεται σκληρότερο

Στη Γαλλία τα ζητήματα σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης κυριαρχούν στην επικαιρότητα, με πρωταγωνιστές γνωστές προσωπικότητες και πρώην πολιτικούς.

Σε μία περίπτωση καταγγέλθηκε βιασμός νεαρού 13 ετών από τον πατριό του. Ο κατηγορούμενος γι’ αυτή την πράξη θεωρείται από τα κορυφαία μυαλά του σοσιαλιστικού χώρου και το θύμα του είναι γιος σοσιαλιστή πρώην υπουργού.

Πριν δέκα χρόνια

Τα ζητήματα της σεξουαλικής κακοποίησης από κορυφαίους του δημόσιου βίου κυριάρχησαν στην επικαιρότητα στη Γαλλία τον Μάιο του 2011.

Τότε συνελήφθη στη Νέα Υόρκη ο διοικητής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), Ντομινίκ Στρος-Καν, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα κορυφαίο στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και οι δημοσκοπήσεις τον εμφάνιζαν επικρατέστερο υποψήφιο για τις προεδρικές του 2012.

Ο Στρος-Καν πέρασε δυόμισι μήνες σε φυλακή των ΗΠΑ κατηγορούμενος για τον βιασμό καμαριέρας του ξενοδοχείου Sofitel, στο οποίο διέμενε. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η καμαριέρα μπήκε στο δωμάτιό του για να καθαρίσει κι εκείνος βγαίνοντας από το μπάνιο τής επιτέθηκε και τη βίασε. Ο τότε διοικητής του ΔΝΤ δέχτηκε ότι υπήρξε ερωτική επαφή, αλλά υποστήριξε ότι ήταν με τη συναίνεσή της.

Τελικά ο Στρος-Καν οδηγήθηκε στο πολιτικό περιθώριο χωρίς να υπάρξει δίκη, ενώ η καμαριέρα πέτυχε, παρά το αρκετά σκοτεινό παρελθόν της, έναν εξωδικαστικό συμβιβασμό εκατομμυρίων δολαρίων.

Οι περιπέτειες του Στρος-Καν δεν σταμάτησαν στις ΗΠΑ, εφόσον το 2012 κατηγορήθηκε στη Γαλλία για συμμετοχή σε κύκλωμα μαστροπείας, υπόθεση που κράτησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τρία χρόνια.

Σήμερα είναι ηθικά και πολιτικά απαξιωμένος χωρίς να έχει καταδίκη σε βάρος του. Η συνδρομητική πλατφόρμα Netflix κυκλοφόρησε μια ενδιαφέρουσα σειρά με τίτλο «Δωμάτιο 2806», όπου παρουσιάζεται η υπόθεση καταγγελίας του βιασμού της καμαριέρας στο Sofitel της Νέας Υόρκης. Σε αυτή τη σειρά αναπτύσσονται σενάρια για το τι ακριβώς έγινε ή δεν έγινε και πώς φτάσαμε στην πολιτική εξαφάνιση ενός τόσο ισχυρού παράγοντα. Από την πλευρά του, ο Στρος-Καν δηλώνει πως έφτασε η ώρα να μιλήσει και ότι θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2021 ένα ντοκιμαντέρ που θα παρουσιάζει τη δική του εκδοχή. Τότε η Γαλλία θα μπαίνει στην τελική ευθεία για τις προεδρικές του Μαΐου 2022 και ορισμένοι αναρωτιούνται αν ο άλλοτε πανίσχυρος παράγοντας, πολλές από τις απόψεις του οποίου είναι κοντά στις απόψεις του προέδρου Μακρόν, θα επιχειρήσει κάποιου είδους επιστροφή στον δημόσιο βίο.

Η περίπτωση Ολιβιέ Ντιαμέλ

Κι ενώ η γαλλική κοινή γνώμη αναρωτιέται ακόμα, δέκα χρόνια μετά το γεγονός, τι ακριβώς συνέβη στο Δωμάτιο 2806, ήρθε μια νέα υπόθεση, πολύ πιο σκοτεινή, να τη συγκλονίσει.

Αποκαλύφθηκε ότι ο Ολιβιέ Ντιαμέλ, πολιτικός αναλυτής, συνταγματολόγος, συνεργάτης μεγάλων ΜΜΕ, πρώην ευρωβουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος, βίαζε τον γιο της γυναίκας του όταν αυτός ήταν 13 ετών και για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Την αποκάλυψη έκανε η δίδυμη αδερφή του θύματος στο βιβλίο της «La familia grande» (εκδόσεις Seuil). Πατέρας των παιδιών είναι ο Μπερνάρ Κουσνέρ, πρώην υπουργός σε σοσιαλιστική κυβέρνηση και διεθνής προσωπικότητα που αναδείχθηκε μέσα από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα και πολλές ανθρωπιστικές αποστολές.

Ο Κουσνέρ ήταν παντρεμένος με την καθηγήτρια πανεπιστημίου Εβελίν Πιζιέ, η οποία μετά τον χωρισμό τους παντρεύτηκε τον Ολιβιέ Ντιαμέλ. Στην αρχή ο πατριός φέρθηκε άψογα στην Πιζιέ και τα παιδιά της. Στη συνέχεια όμως, όταν αυτή κατέρρευσε εξαιτίας του θανάτου των γονιών της και ζήτησε διέξοδο στο αλκοόλ, ο Ντιαμέλ άλλαξε συμπεριφορά και άρχισε να βιάζει συστηματικά τον 13χρονο γιo της.

Ο Ολιβιέ Ντιαμέλ δεν μπόρεσε να διαψεύσει τις καταγγελίες της Καμίγ Κουσνέρ, δίδυμης αδερφής του θύματος, και εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τη θέση του προέδρου του Εθνικού Ιδρύματος Πολιτικών Επιστημών, ενώ απολύθηκε από τον ραδιοσταθμό Europe 1 και το τηλεοπτικό κανάλι LCI, στο οποίο παρουσίαζε εκπομπές και ανέλυε την επικαιρότητα.

Η τραγική μητέρα, Εβελίν Πιζιέ, απεβίωσε το 2017 κι έτσι δεν έζησε τη δημοσιοποίηση του οικογενειακού δράματος.

Το ζήτημα της ενδοοικογενειακής σεξουαλικής βίας, ακόμη και της αιμομιξίας, απασχολεί τα τελευταία χρόνια τους ειδικούς και τις αρχές. Σύμφωνα με έρευνα, δύο έως τρία παιδιά σε κάθε τμήμα δημοτικού σχολείου ενδέχεται να έχουν πέσει θύματα αιμομιξίας.

Τα υπουργεία Παιδείας και Υγείας εφαρμόζουν κοινό πρόγραμμα για να μετατραπεί το σχολείο σε «προκεχωρημένη γραμμή» στην αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Δίνεται έμφαση στον εντοπισμό, στην πρόληψη και στην καταγγελία.

Ο πρόεδρος Μακρόν ανακοίνωσε στα τέλη Ιανουαρίου ότι θα υπάρξουν δύο ραντεβού για κάθε μαθητή δημοτικού σχολείου με ειδικευμένο ιατρικό προσωπικό για τον εντοπισμό περιστατικών ενδοοικογενειακής σεξουαλικής βίας.

Το πρωτόκολλο που έχει υιοθετηθεί υποχρεώνει τους εκπαιδευτικούς που υποπτεύονται ότι μαθητές έχουν πέσει θύματα αιμομιξίας να αναφέρουν τις υπόνοιές τους στην περιφερειακή διεύθυνση. Σε περίπτωση που οι αρμόδιοι θεωρήσουν ότι το παιδί κινδυνεύει, η υπόθεση παραπέμπεται στην τοπική εισαγγελία. Από τις 35.000 αναφορές ύποπτης συμπεριφοράς που έγιναν στη διάρκεια ενός χρόνου, οι 10.000 διαβιβάστηκαν στην εισαγγελία.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σύνθετο από παιδαγωγική, διοικητική και κοινωνική άποψη θέμα. Η σύζυγος του προέδρου Μακρόν –πρώην εκπαιδευτικός η ίδια– έχει αναλάβει σχετική πρωτοβουλία. Όπως είπε: «Εκπαιδευτικοί, παιδοψυχίατροι, διευθυντές σχολείων και γονείς πρέπει να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να εκπονήσουν αποτελεσματική πολιτική αντιμετώπισης του προβλήματος».

Ο πρώην υπουργός

Προ ημερών, το Εφετείο του Παρισιού καταδίκασε τον Ζορζ Τρον, πολιτικό και αυτοδιοικητικό στέλεχος, σε πέντε χρόνια φυλάκιση, τα τρία χωρίς αναστολή, για τον βιασμό της συνεργάτιδάς του Βιρζινί Ετέλ.

Ο Τρον ήταν στέλεχος της Κεντροδεξιάς, βουλευτής από το 1993 έως το 2012 και υφυπουργός Δημόσιας Διοίκησης στην κυβέρνηση Φιγιόν, επί προεδρίας Σαρκοζί, από τον Μάρτιο του 2010 έως τον Μάιο του 2011. Παράλληλα ήταν επί 26 χρόνια δήμαρχος της πόλης Ντραβέιγ, που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού και έχει 29.000 κατοίκους.

Το Μάιο του 2011 υποχρεώθηκε σε παραίτηση από την κυβέρνηση Φιγιόν, γιατί δύο πρώην εργαζόμενες στον δήμο του Ντραβέιγ, η Βιρζινί Ετέλ και η Εβά Ουμπριέλ, κατηγόρησαν τον ίδιο για βιασμούς και σεξουαλικές επιθέσεις και την πρώην αντιδήμαρχο Πολιτισμού, Μπριζίτ Γκρουέλ, για συνενοχή.

Η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης φανερώνει και τις κοινωνικές αλλαγές που μεσολάβησαν και επηρεάζουν την κρίση της Δικαιοσύνης. Το 2013 οι αρμόδιοι δικαστικοί έβαλαν την υπόθεση στο αρχείο. Το 2014 αναιρέθηκε η απόφασή τους από το Εφετείο του Παρισιού. Τον Νοέμβριο του 2018 το αρμόδιο Κακουργιοδικείο απάλλαξε τον Τρον και την Γκρουέλ από τις κατηγορίες, κρίνοντας ότι «συμμετείχαν σε σεξουαλικά παιχνίδια παρουσία τρίτων σε ένα γενικό κλίμα υπερσεξουαλικότητας, ουδέποτε όμως παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου απόδειξη κάποιου καταναγκασμού» (βλ. ανάλυση Κίττυς Ξενάκη, «Τα Νέα», 19/2/2021).

Τελικά, το Εφετείο του Παρισιού καταδίκασε τον Τρον σε πενταετή φυλάκιση και την Γκρουέλ σε δύο χρόνια φυλάκιση με αναστολή. Το Εφετείο έκρινε ότι η εξουσία την οποία ασκούσε ο Τρον ως δήμαρχος επί των υφισταμένων του γυναικών στοιχειοθετούσε «ηθικό καταναγκασμό». Έγινε δεκτή η καταγγελία της Ετέλ, ενώ απορρίφθηκε εκείνη της Ουμπριέλ με το σκεπτικό ότι η δεύτερη είχε και συναινετικές ερωτικές επαφές με τον Τρον.

Η υπόθεση του πρώην υπουργού δείχνει ότι το γαλλικό #MeToo αυστηροποιεί τους κανόνες συμπεριφοράς, για να προστατευτούν οι ευάλωτοι από σεξουαλική παρενόχληση, ή και καταναγκασμό.

Ένα σωρό εκκρεμότητες

Εν τω μεταξύ, έχουν δημιουργηθεί ένα σωρό δικαστικές εκκρεμότητες που αφορούν περισσότερο ή λιγότερο «επώνυμους».

Ο άλλοτε αστέρας του πρώτου καναλιού TF1, Πατρίκ Πουάβρ ντ’ Αρβόρ, είναι στα δικαστήρια κατηγορούμενος για βιασμούς το 2004 και το 2009. Έχει υποβάλει κι αυτός μήνυση στους μηνυτές του.

Αντιμέτωπος με μήνυση για απόπειρα βιασμού και σεξουαλική κακοποίηση 22χρονου βρίσκεται ο πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Ντομινίκ Μπουτονά.

Ο συγγραφέας Γκαμπριέλ Ματζνέφ, που περιέγραφε επί δεκαετίες τις σεξουαλικές σχέσεις του με παιδιά, εγκατέλειψε τη χώρα μέχρι να κοπάσει η θύελλα των καταγγελιών, ενώ αντιμέτωποι με κατηγορίες για σεξουαλικά εγκλήματα βρίσκονται και ηθοποιοί, όπως ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ και ο Ρισάρ Μπερί.

Κοινωνία και πολιτική

Το #MeToo, το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια, αποκτά και παρακλάδια, όπως το #MeTooInceste, που αφορά καταγγελίες αιμομιξίας, και το #MeTooGay.

Το ερώτημα είναι αν αυτές οι καταγγελίες –οι οποίες αναμφίβολα ενισχύουν την άμυνα της κοινωνίας απέναντι στα εκφυλιστικά φαινόμενα– μπορούν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις, ή και να προκαλέσουν κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.

Η κοινωνία της Γαλλίας εμφανίζεται βαθιά διχασμένη. Υπάρχουν μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, ενώ οι μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε ο πρόεδρος Μακρόν, με σημαντικότερη τη δύσκολη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, «πάγωσαν» επ’ αόριστον εξαιτίας των λαϊκών αντιδράσεων και της πανδημίας.

Η κοινωνική αμφισβήτηση στη Γαλλία εκδηλώνεται συχνά με βίαιο τρόπο. Χαρακτηριστικά όσα συνέβησαν με τα «Κίτρινα Γιλέκα».

Επιπλέον, η πανδημία δημιούργησε νέες αντιθέσεις, με πολλούς μικρομεσαίους και ελεύθερους επαγγελματίες να κινητοποιούνται δυναμικά, διεκδικώντας τον τερματισμό των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του Covid-19.

Η απειλή της Λεπέν

Οι πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής μετράνε δυνάμεις ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2022.

Με βάση τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, οι περισσότεροι Γάλλοι θεωρούν ότι οι προεδρικές θα είναι μια επανάληψη της μονομαχίας Μακρόν-Λεπέν. Θα ήθελαν κάτι διαφορετικό, αλλά δεν το βλέπουν.

Ο χώρος των Σοσιαλιστών, της Οικολογίας και της Αριστεράς χαρακτηρίζεται από πολυδιάσπαση δυνάμεων. Η προσωπικότητα που θα μπορούσε να τους ενώσει, όπως παλαιότερα ο Φρανσουά Μιτεράν, δεν ανιχνεύεται στον πολιτικό ορίζοντα.

Η Κεντροδεξιά, την οποία εκφράζουν οι Ρεπουμπλικάνοι, βρίσκεται σε μεγάλη δημοσκοπική πτώση. Παραμένει δύναμη με μεγάλη επιρροή επειδή έχει ριζώσει στην τοπική αυτοδιοίκηση και έχει ισχυρή παρουσία στη Γερουσία.

Από τα ονόματα που ακούγονται ξεχωρίζει η δήμαρχος του Παρισιού, Αν Ινταλγκό, στον χώρο της Κεντροαριστεράς και ο πρώην επίτροπος της Ε.Ε. και υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Μισέλ Μπαρνιέ.

Ο Μακρόν δείχνει να έχει πολιτική αντοχή. Τα δημοσκοπικά ποσοστά του κυμαίνονται από 35% έως 40% και είναι πολύ καλύτερα από εκείνα του Σαρκοζί και κυρίως του Ολάντ την ίδια περίοδο της πενταετίας. Του δίνουν το δικαίωμα να είναι ξανά υποψήφιος, όμως το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών θεωρείται ανοιχτό.

Η Λεπέν έχασε με τεράστια διαφορά τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, αλλά οι περισσότερες δημοσκοπήσεις την εμφανίζουν να προηγείται του Μακρόν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών και να καταγράφει ποσοστά της τάξης του 45%-48% στον δεύτερο γύρο. Ο Μακρόν εξακολουθεί να έχει πλεονέκτημα σε σχέση με τη Λεπέν. Η εκλογική ψαλίδα όμως έχει κλείσει και τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί σε ένα τόσο ασταθές οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον.

Το κόμμα που ίδρυσε ο Μακρόν έχει χάσει τη συνοχή του, ενώ παρατηρείται σημαντική διαρροή στελεχών, κυρίως της Κεντροαριστεράς. Ο ίδιος σκληραίνει τη στάση του σε θέματα όπως η επιβολή της έννομης τάξης και η αντιμετώπιση του ισλαμισμού στη Γαλλία. Φαίνεται να τον ενδιαφέρει ο περιορισμός του πολιτικού χώρου της Λεπέν και να μην ανησυχεί τόσο για τις εξελίξεις στα αριστερά της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Από την πλευρά της, η Λεπέν στέλνει το μήνυμα ότι έχει διακόψει με τον ακροδεξιό ριζοσπαστισμό του πατέρα της και επιδιώκει να προσελκύσει ψηφοφόρους της παραδοσιακής Κεντροδεξιάς.

Το ζήτημα της Ευρώπης

Η Λεπέν έχασε με διαφορά τις προεδρικές του 2017 επειδή αμφισβήτησε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Γαλλίας, τον οποίο υποστηρίζει η μεγάλη πλειονότητα των Γάλλων. Τώρα προσπαθεί να περάσει το μήνυμα των αλλαγών στην Ε.Ε., εγκαταλείποντας τη στρατηγική της ρήξης. Ανάλογη είναι η εξέλιξη της στρατηγικής άλλων ακροδεξιών κομμάτων, όπως της Λέγκας του Σαλβίνι. Ο Σαλβίνι αξιοποίησε την αντικατάσταση της κυβέρνησης Κόντε από την κυβέρνηση Ντράγκι για να εγκαταλείψει, ή έστω να περιορίσει, τον αντιευρωπαϊσμό του. Η Ε.Ε. αποδείχθηκε πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι την ήθελαν οι ακροδεξιοί επικριτές της και, απ’ ό,τι φαίνεται, αρχίζουν να αναγνωρίζουν τη σκληρή γι’ αυτούς πραγματικότητα.

Το θέμα της ευρωπαϊκής στρατηγικής της Γαλλίας θα έρθει στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου εξαιτίας και των αλλαγών που συντελούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Τον Σεπτέμβριο του 2021 φτάνει στο τέλος της η περίοδος της κυριαρχίας Μέρκελ στη Γερμανία, εφόσον δεν πρόκειται να διεκδικήσει πέμπτη τετραετία στην καγκελαρία. Με την αποχώρηση της Μέρκελ ενισχύεται η πολιτική ρευστότητα στη Γερμανία, ενώ η χώρα χάνει την καγκελάριο που συμβόλιζε την ενίσχυση του ειδικού βάρους της στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Από τον Σεπτέμβριο του 2021 ο Μακρόν θα μπορεί να προβληθεί ως ο Ευρωπαίος ηγέτης με τη μεγαλύτερη επιρροή. Γίνεται μεγάλη συζήτηση για το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Μέρκελ μετά την αποχώρησή της από την πολιτική ζωή της Γερμανίας. Είναι βέβαιο, όμως, ότι ο ηγετικός της ρόλος φτάνει στο τέλος του.

Το πρώτο εξάμηνο του 2022 η Γαλλία θα έχει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, γεγονός που θα επιτρέψει στον Μακρόν να ενισχύσει και να προβάλει τον ευρωπαϊκό του ρόλο στην τελική ευθεία προς τις προεδρικές εκλογές.

Ο Μακρόν θα διεκδικήσει την ψήφο των Γάλλων ως εγγυητής της ευρωπαϊκής τους προοπτικής, ενώ η Λεπέν θα δοκιμάσει ξανά τις δυνάμεις της εγκαταλείποντας τον αντιευρωπαϊσμό και υιοθετώντας τον ευρωσκεπτικισμό.

Η αξιοποίηση του #MeToo

Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο το #MeToo και οι εξελίξεις που συνδέονται με αυτό μπορεί να επηρεάσουν τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων.

Ο Μακρόν προσπαθεί να δώσει μια ποιοτική, θεσμική απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η γαλλική κοινωνία και αναπτύσσει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση.

Η Λεπέν μπορεί να αντικαταστήσει τις καταγγελίες για την Ε.Ε. και τα υποτιθέμενα πολιτικά της όργανα στη Γαλλία με την καταγγελία ενός «σάπιου» πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου ή μια πιο ευέλικτη αξιοποίηση της αναστάτωσης που προκαλούν οι αποκαλύψεις στα πλαίσια του #MeToo σε μια κοινωνία που είναι κουρασμένη από τις δυσκολίες της οικονομικής κρίσης και στη συνέχεια της πανδημίας.

Είναι φανερό ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο πολιτικών ανακατατάξεων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους τέσσερις μεγάλους της Ε.Ε. Η Γερμανία φτάνει στο τέλος της περιόδου Μέρκελ και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια το αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2021 και το κυβερνητικό σχήμα που θα προκύψει.

Η Ιταλία επιχειρεί την επανεκκίνηση μέσω Ντράγκι. Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) είναι μία προσωπικότητα που χαίρει ευρύτερης αναγνώρισης στην Ιταλία και διεθνώς. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η Ιταλία έχει συμπληρώσει μία δεκαετία επιλογής πρωθυπουργών που δεν έχουν εκλεγεί και πως ο Μάριο Ντράγκι δεν είναι ο πρώτος κεντρικός τραπεζίτης που βρίσκεται στην πρωθυπουργία.

Η Ισπανία βρίσκεται σε περίοδο ασταθούς ισορροπίας και εξαιτίας του προβλήματος της Καταλονίας.

Σε αυτό το σκηνικό έχει τεράστια σημασία να αντέξει ο Μακρόν στην επίθεση της Λεπέν, ώστε να υπάρξουν οι δυνατότητες μιας καλής ευρωπαϊκής συνεννόησης για την κοινή αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων. Αδύνατο σημείο του Μακρόν είναι η κοινωνική κατάσταση στη Γαλλία, που είναι πολύ κατώτερη των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών της. Το γαλλικό #MeToo είναι ένα ζήτημα τεράστιας κοινωνικής σημασίας που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να επηρεάσει και τις πολιτικές εξελίξεις.