Γερμανική διαφθορά: Όταν… έπεσαν οι μάσκες - Free Sunday
Γερμανική διαφθορά: Όταν… έπεσαν οι μάσκες
Οι υποθέσεις των Wirecard, Deutsche Bank και Volkswagen προβληματίζουν.

Γερμανική διαφθορά: Όταν… έπεσαν οι μάσκες

Η πολιτική κάνει κύκλους στη Γερμανία με έναν αξιοπερίεργο τρόπο. Η περίοδος Μέρκελ φτάνει στο τέλος της εν μέσω σκανδάλων για τα οποία η καγκελάριος δεν έχει προσωπική ευθύνη, αλλά η κυβέρνησή της μπορεί να τα χρεωθεί σε πολιτικό επίπεδο. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και το αδελφό Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα της Βαυαρίας βρίσκονται δημοσκοπικά κάτω από το όριο του 30% και γνωρίζουν μεγάλη φθορά εξαιτίας του σκανδάλου στις προμήθειες προστατευτικών μασκών για τον Covid-19. Είναι μία ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη για την καγκελάριο Μέρκελ και την υστεροφημία της, αν σκεφτούμε ότι το 2000 αναδείχθηκε στην ηγεσία αδειάζοντας τον πρώην καγκελάριο και μέντορά της Χέλμουτ Κολ και τον τότε ηγέτη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο ζήτημα του σκανδάλου των μαύρων ταμείων του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.

Το σκάνδαλο με τις μάσκες Covid-19 αναδεικνύει και σκοτεινές διαχειριστικές υποθέσεις στις οποίες κυριαρχούν γερμανικές επιχειρήσεις και συμφέροντα. Η εξαέρωση της πολλά υποσχόμενης εταιρείας Wirecard, τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα της Deutsche Bank και το λεγόμενο Dieselgate με πρωταγωνιστές τις αυτοκινητοβιομηχανίες Volkswagen και Audi επιβάλλουν μια νέα θεώρηση στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα του οικονομικά ισχυρότερου κράτους-μέλους της Ε.Ε.

Βουλευτές-μεσάζοντες

Αν κρίνουμε από το αρνητικό για τους Χριστιανοδημοκράτες αποτέλεσμα στις εκλογές για την ανάδειξη της τοπικής Βουλής στα κρατίδια της Βάδης-Βυρτεμβέργης και Ρηνανίας-Παλατινάτου, το σκάνδαλο με την προμήθεια των μασκών Covid-19 επηρεάζει τις εξελίξεις ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου 2021.

Ήδη δύο χριστιανοδημοκράτες βουλευτές ανακοίνωσαν ότι εγκαταλείπουν την πολιτική και πως δεν θα είναι υποψήφιοι στις βουλευτικές εκλογές. Δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, γιατί αποδείχθηκε ότι μεσολάβησαν μέσω εταιρειών που ήλεγχαν προσωπικά στην προμήθεια μασκών Covid-19 στο πρώτο κύμα της πανδημίας, βγάζοντας προμήθεια εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται για τον Νίκολας Λέμπελ, βουλευτή του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, και τον Γκέοργκ Νούσλαϊν, βουλευτή του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος της Βαυαρίας και αντιπροέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Χριστιανοδημοκρατικού-Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος.

Η εικόνα κεντροδεξιών πολιτικών οι οποίοι έβγαζαν λεφτά διευκολύνοντας κυρίως κινεζικές εταιρείες παραγωγής μασκών Covid-19 και χρεώνοντάς τες σε εξωφρενικά υψηλές τιμές στο πρώτο κύμα της πανδημίας είναι αποκρουστική και δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Γι’ αυτό άλλωστε η κομματική ηγεσία ζήτησε την άμεση παραίτησή τους. Το σκάνδαλο με τις μάσκες δεν είναι μεγάλης οικονομικής κλίμακας, συγκρινόμενο με άλλα σκάνδαλα που σημάδεψαν τη γερμανική πολιτική ζωή, έχει όμως τεράστιο πολιτικό κόστος εξαιτίας της φύσης του. Κερδοσκοπία πολιτικών με κυβερνητική διασύνδεση σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος και σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης.

Χειρότερα δεν γίνεται. Οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν εμπλακεί τώρα σε έναν κύκλο αποκαλύψεων –άλλες τεκμηριωμένες, άλλες τραβηγμένες– οι οποίες θα τους συνοδεύσουν μέχρι την κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση. Για παράδειγμα, ο φιλόδοξος υπουργός Υγείας, Γενς Σπαν, κατηγορείται ότι ευνόησε τις προμήθειες μασκών από μια εταιρεία στην οποία είναι διευθυντικό στέλεχος ο σύζυγός του. Ένα άλλο θέμα που έχει ανοίξει αφορά την ευρωβουλευτή, κόρη του ιστορικού ηγέτη της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης της Βαυαρίας Φραντς Γιόζεφ Στράους, και τις σχέσεις της με την προμήθεια μασκών. Τα παραπάνω δεν έχουν αποδειχθεί, απασχολούν όμως τη γερμανική κοινή γνώμη και φθείρουν, όπως είναι φυσικό, τους Χριστιανοδημοκράτες. Οι Πράσινοι, οι οποίοι θεωρούνται η ανερχόμενη πολιτική δύναμη στη Γερμανία, αναφέρονται συχνά σε συστημική διαφθορά και την αποδίδουν στις τέσσερις συνεχείς τετραετίες παραμονής των Χριστιανοδημοκρατών στην εξουσία.

Το παρελθόν της Μέρκελ

Η καγκελάριος Μέρκελ θεωρείται υπόδειγμα προσωπικής συμπεριφοράς και διαχειριστικού ήθους. Μένει σε ένα απλό διαμέρισμα, ενώ το αξίωμά της δεν έχει επηρεάσει τις μετρημένες συνήθειές της – όταν ρωτήθηκε πότε θα εμβολιαστεί, είπε χαρακτηριστικά «όταν έρθει η σειρά μου».

Τα σκάνδαλα κυβερνητικών βουλευτών πρέπει να της αφήνουν μια πικρή πολιτική γεύση, εφόσον η ίδια αναδείχθηκε στην ηγεσία καταγγέλλοντας προηγούμενα σκάνδαλα.

Πολιτικός μέντορας της Ανατολικογερμανίδας Μέρκελ ήταν ο «καγκελάριος της ενοποίησης της Γερμανίας», Χέλμουτ Κολ, ο οποίος κυβέρνησε κι αυτός για τέσσερις τετραετίες, μέχρι την εκλογική επικράτηση του Σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ το 1998.

Το 1999 ξέσπασε το σκάνδαλο με τα μαύρα ταμεία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Ο Χέλμουτ Κολ παραδέχτηκε ότι είχε λάβει 2 εκατ. γερμανικά μάρκα από συμφέροντα τα οποία αρνήθηκε να κατονομάσει, κατά παράβαση της νομοθεσίας για τη χρηματοδότηση των γερμανικών κομμάτων. Υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από τη θέση του επίτιμου προέδρου του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.

Παράλληλα, αποκαλύφθηκε ότι ο διάδοχός του στην ηγεσία, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είχε στενές σχέσεις με έναν μεσάζοντα ειδικευμένο στο εμπόριο όπλων και είχε πάρει από αυτόν 100.000 γερμανικά μάρκα.

Η Μέρκελ έγραψε ιστορία, ως γραμματέας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, με άρθρο της στη «Frankfurter Allgemeine Zeitung» στις 22 Δεκεμβρίου 1999, με το οποίο ζητούσε να αφήσει πίσω το κόμμα το σκοτεινό διαχειριστικό παρελθόν του και να επιβληθούν κανόνες διαφάνειας.

Το άρθρο πυροδότησε ανοιχτό πόλεμο Χέλμουτ Κολ - Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εφόσον ο πρώην καγκελάριος θεώρησε ότι το άρθρο δεν θα είχε δημοσιευτεί χωρίς τη συναίνεση του αντικαταστάτη του στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.

Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να εξαναγκαστεί ο Σόιμπλε σε παραίτηση και να προωθηθεί η Μέρκελ στην ηγεσία με απόφαση του κομματικού συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στο Έσσεν.

Η Μέρκελ, που κέρδισε την ηγεσία στο όνομα της κάθαρσης, φτάνει στο τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας της με τα σκάνδαλα να απασχολούν ξανά τη γερμανική κοινή γνώμη, αν και, σε αντίθεση με τον Κολ και τον Σόιμπλε, κανείς δεν θεωρεί ότι έχει προσωπική ανάμειξη.

Η εξαφάνιση της Wirecard

Το σκάνδαλο με τις μάσκες Covid-19, αν και είναι σχετικά μικρής οικονομικής κλίμακας, κεντρίζει το ενδιαφέρον της γερμανικής κοινής γνώμης για σημαντικές διαχειριστικές υποθέσεις οι οποίες ανέδειξαν τη σκοτεινή πλευρά του γερμανικού συστήματος.

Το καλοκαίρι του 2020 είχαμε την ουσιαστική εξαφάνιση της πολλά υποσχόμενης εταιρείας Wirecard. Αναπτύχθηκε δυναμικά στον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμών. Το 2018 αντικατέστησε την Commerzbank στον χρηματιστηριακό δείκτη DAX-30, ενώ ήταν τέτοια η επιτυχία της, ώστε το 2019 αναπτύχθηκε φημολογία ότι μπορούσε να διεκδικήσει τον έλεγχο της Deutsche Bank.

Από το 2019 έφταναν ανησυχητικές πληροφορίες στις γερμανικές αρχές από το εσωτερικό της Wirecard. Οι αρχές της Σιγκαπούρης αξιοποίησαν αμέσως τις σχετικές πληροφορίες από το εσωτερικό της Wirecard και έδωσαν εντολή για αστυνομική έρευνα.

Αντίθετα στη Γερμανία επικράτησε μια λογική συγκάλυψης, την οποία άλλοι αποδίδουν σε επαγγελματική ανεπάρκεια των αρμοδίων, άλλοι στο νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία των ελεγκτικών αρχών και άλλοι στην κυριαρχία των λόμπι και στη διαφθορά.

Σε κάθε περίπτωση, όλα πήγαν στραβά. Τον Σεπτέμβριο του 2019, ενώ υπήρχαν ήδη καταγγελίες σε βάρος της Wirecard, η καγκελάριος Μέρκελ ζήτησε από την κινεζική ηγεσία, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής της στην Κίνα, να διευκολύνει τη Wirecard να αποκτήσει τον έλεγχο κινεζικής εταιρείας έναντι 109 εκατ. ευρώ, για να ενισχύσει την παρουσία της στην κινεζική αγορά. Οι κινεζικές αρχές ικανοποίησαν το αίτημα της καγκελαρίου.

Η BaFin, η αρμόδια ελεγκτική αρχή της Γερμανίας για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, δεν αντέδρασε έγκαιρα στις καταγγελίες, επικαλούμενη περιορισμένες αρμοδιότητες, ενώ ένας άλλος οργανισμός αρμόδιος για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος παρακολούθησε τις εξελίξεις χωρίς καν να ενημερώσει τον αρμόδιο εισαγγελέα. Παράλληλα, η εταιρεία EY με ειδίκευση στους λογιστικούς ελέγχους έδινε επί σειρά ετών την έγκρισή της στους ισολογισμούς της Wirecard χωρίς κάποιες σημαντικές επισημάνσεις για την ύποπτη διαχείριση. Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Σολτς, και υποψήφιος καγκελάριος στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021 έκανε λόγο για «γιγαντιαία λογιστική απάτη». Συνέκρινε το σκάνδαλο της Wirecard με το σκάνδαλο της Enron στις ΗΠΑ, εφόσον αυτοί που ήλεγχαν τον ισολογισμό της εταιρείας κάθε χρόνο απέτυχαν πλήρως στο να εντοπίσουν τις διαχειριστικές μεθοδεύσεις.

Το αποτέλεσμα της συλλογικής αποτυχίας των μηχανισμών ελέγχου ήταν εντυπωσιακό. Η διοίκηση της Wirecard μπόρεσε να αντλήσει πρόσθετα κεφάλαια ύψους 1,4 δισ. ευρώ από επενδυτές το καλοκαίρι του 2019, παρά τις καταγγελίες και τη φημολογία που είχε αναπτυχθεί. Εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ διοχετεύτηκαν σε εταιρείες εκτός του ομίλου.

Αποκαλύφθηκε ότι υπάλληλοι της BaFin, αντί να ασκήσουν έγκαιρα έλεγχο στη Wirecard, κερδοσκοπούσαν με τη μετοχή της.

Τελικά, τον Ιούνιο του 2020 διαπιστώθηκε ότι έλειπαν από την εταιρεία μετρητά ύψους 1,9 δισ. ευρώ. Μέσα σε μία εβδομάδα μηδενίστηκε η αξία της υπό κατάρρευση Wirecard και εξαφανίστηκαν χρηματιστηριακές αξίες ύψους 13 δισ. ευρώ.

Επτά ανώτατα διοικητικά στελέχη κατηγορήθηκαν για απάτες σε βάρος πιστωτών ύψους 3,2 δισ. ευρώ. Τέσσερις τέθηκαν υπό κράτηση, ενώ το άλλοτε Νο2 της εταιρείας έχει εξαφανιστεί και καταζητείται από την Interpol.

Η αμαρτωλή τράπεζα

Η εξαφάνιση της Wirecard, που είχε αναπτυχθεί με μεγάλες φιλοδοξίες στον χώρο των ψηφιακών πληρωμών και της τραπεζικής, δεν ήταν το πρώτο γερμανικό σκάνδαλο στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Είχαν προηγηθεί οι περιπέτειες της Deutsche Bank, μιας τράπεζας με ιστορία 150 ετών, που προσπάθησε να αναδειχθεί σε παγκοσμιοποιημένη τράπεζα, ικανή να ανταγωνιστεί τους αμερικανικούς και κινεζικούς κολοσσούς.

Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά εντυπωσιακών σκανδάλων και μια διαρκής διαχειριστική κρίση. Φαίνεται πάντως ότι η αλλαγή διοίκησης που πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2018 έχει βάλει τη σημαντική τράπεζα σε πιο ήρεμα νερά, χωρίς φυσικά να αποκλείονται νέες αρνητικές εξελίξεις.

Το εκπληκτικό με την Deutsche Bank είναι ότι παρέμεινε ουσιαστικά εκτός ελέγχου των γερμανικών και ευρωπαϊκών αρχών. Στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην οποία είμαι πλήρες μέλος από το 2014, κάθε προσπάθεια να τεθούν ζητήματα διαχειριστικής επάρκειας για τη Deutsche Bank απαντάται από τους εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με την επισήμανση ότι δεν σχολιάζουν πρακτικές συγκεκριμένων τραπεζών.

Πάντως η Deutsche Bank έχει κάνει πολύ περισσότερα από αυτά που συνήθως κατηγορούνται οι τράπεζες του ευρωπαϊκού «Νότου» από τους πολιτικούς εκπροσώπους του «Βορρά». Τα κακά νέα για την Deutsche Bank συνήθως δεν τα πληροφορούμαστε από τις αρμόδιες γερμανικές ή ευρωπαϊκές αρχές, αλλά από τις αμερικανικές αρχές.

Οι ΗΠΑ αξιοποιούν την κυριαρχία του δολαρίου στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και την επιβολή νομοθεσίας που ουσιαστικά επιβάλλεται και στις ευρωπαϊκές χώρες για να διεκδικούν πρόστιμα-αποζημιώσεις εκατομμυρίων δολαρίων από την Deutsche Bank.

Για τις κερδοσκοπικές πρακτικές της που συνέβαλαν στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 η Deutsche Bank δέχτηκε να καταβάλει αποζημίωση 1,9 δισ. δολαρίων στις ειδικευμένες στα στεγαστικά δάνεια αμερικανικές εταιρείες Freddie Mac και Fannie Mae.

Το 2017 το αμερικανικό Δημόσιο απαίτησε από την Deutsche Bank αποζημίωση 14 δισ. δολαρίων για τον ρόλο της στη χρηματοπιστωτική κρίση. Η διοίκησή της διαπραγματεύτηκε συμβιβασμό και κατέβαλε τελικά 7,2 δισ. δολάρια.

Το 2015 αποκαλύφθηκε η συμμετοχή της Deutsche Bank, μέσω αγοραπωλησίας μετοχών, στο ξέπλυμα μαύρου ρωσικού χρήματος ύψους 10 δισ. δολαρίων. Οι αμερικανικές αρχές επέβαλαν στην τράπεζα πρόστιμο 600 εκατ. δολαρίων.

Το 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο 1,7 δισ. ευρώ σε έξι μεγάλες διεθνείς τράπεζες οι οποίες «έστηναν» σε όφελός τους τα επιτόκια αναφοράς Euribor και Libor στην αγορά του Λονδίνου. Το μεγαλύτερο πρόστιμο, ύψους 725 εκατ. ευρώ, αναλογούσε στην Deutsche Bank. Το σημαντικότερο, η τράπεζα υποχρεώθηκε να καταβάλει στις αρμόδιες βρετανικές και αμερικανικές αρχές 2,5 δισ. δολάρια ως αποζημίωση για τις μεθοδεύσεις της σε σχέση με το Euribor και το Libor.

Το 2015 η Deutsche Bank κατηγορήθηκε από τις αμερικανικές αρχές ότι έσπασε κι αυτή το εμπάργκο που είχε επιβληθεί στο Ιράν πριν από τη συμφωνία για τα πυρηνικά. Έκλεισε την υπόθεση καταβάλλοντας 260 εκατ. δολάρια, ενώ το πρόστιμο που επέβαλαν οι Αμερικανοί στην Commerzbank έφτασε τα 1,4 δισ. δολάρια.

Η διοίκηση της Deutsche Bank κατάφερε να πληρώσει πρόστιμο 150 εκατ. δολαρίων και στην DFS (New York State Department of Financial Services) για τις συναλλαγές της με τον Τζέφρι Έπσταϊν, τον δισεκατομμυριούχο που κατηγορήθηκε για σεξουαλικά εγκλήματα –ιδιαίτερα σε βάρος ανηλίκων–, καταδικάστηκε και αυτοκτόνησε στη φυλακή τον Αύγουστο του 2019.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο σε βάρος της Deutsche Bank, η τράπεζα «αν και γνώριζε το τρομερό εγκληματικό παρελθόν του Έπσταϊν, δεν έκανε τίποτα σε σχέση με τις τακτικές και ύποπτες αναλήψεις του».

Δύο άλλες μεγάλες υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται η Deutsche Bank και μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία και αξιοπιστία της είναι το σκάνδαλο του ξεπλύματος μαύρου ρωσικού χρήματος σε ύψος που μπορεί να φτάνει τα 200 δισ. δολάρια από την Danske Bank. Η Deutsche Bank είχε ρόλο συνεργαζόμενης τράπεζας στη μεγάλη κομπίνα που έστησε η δανέζικη τράπεζα.

Τέλος, η Deutsche Bank έχει εντυπωσιακή παρουσία στους φακέλους FinCEN. Οι φάκελοι αυτοί στηρίζονται στις διαρροές των αναφορών ύποπτων συναλλαγών που κατέθεσαν μεγάλες τράπεζες την περίοδο 1999-2017 στο υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ.

Το 2019 η διαδικτυακή πλατφόρμα BuzzFeed News απέκτησε τη γνώση πολλών φακέλων που ήταν στη διάθεση του αρμόδιου τμήματος του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και άρχισε να αξιολογεί και να δημοσιεύει το περιεχόμενό τους με τη βοήθεια του Διεθνούς Κονσόρτσιουμ Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ).

Από αυτή τη συνεργασία προέκυψαν οι φάκελοι FinCEN που καλύπτουν τις τράπεζες που έχουν αναφέρει το 85% των περιπτώσεων ύποπτων συναλλαγών στο υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. Συνολικά, οι συναλλαγές αφορούν ένα ποσό της τάξης των 2 τρισ. δολαρίων και στις περισσότερες περιπτώσεις οι τράπεζες πρώτα έκαναν τη συναλλαγή και μετά ενημέρωναν, ως όφειλαν, για ύποπτες συναλλαγές.

Από τις περιπτώσεις που εξετάζονται στους φακέλους FinCEN, 982 αφορούν την Deutsche Bank, 325 την Bank of New York Mellon, 231 τη Standard Chartered Bank, 107 την JPMorgan Chase, 104 την Barclays και 73 την HSBC. Εύγλωττη… υπεροχή της Deutsche Bank.

Ουσιαστικά ανεξέλεγκτη η Deutsche Bank σε γερμανικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ελέγχεται αυστηρά από τις αρμόδιες αμερικανικές αρχές και καταβάλλει σε αυτές αστρονομικά πρόστιμα, τα οποία υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να συμβάλουν στη χρηματοδότηση του ισχνού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Dieselgate με Volkswagen και Audi

Τον Σεπτέμβριο του 2015 ξέσπασε το λεγόμενο Dieselgate –πάλι με πρωτοβουλία των αρμόδιων αμερικανικών αρχών (US Environmental Protection Agency – EPA), της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen.

Η Volkswagen κατηγορήθηκε ότι αξιοποίησε ένα λογισμικό για να παρακάμψει τη νομοθεσία κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης (Clean Air Act). Το λογισμικό αυτό επέτρεπε στα αυτοκίνητα Volkswagen να περνούν τα όρια για την ατμοσφαιρική ρύπανση που ισχύουν για κινητήρες τύπου TDI (Turbocharged Direct Injection), ενώ σε συνθήκες κανονικής οδήγησης η ατμοσφαιρική ρύπανση με βάση συγκεκριμένα κριτήρια ήταν 40 φορές μεγαλύτερη.

Την περίοδο 2009-2015 η Volkswagen είχε πουλήσει 11 εκατομμύρια οχήματα με κινητήρες τύπου diesel TDI, εκ των οποίων μόνο τα 500.000 στις ΗΠΑ.

Τον Νοέμβριο του 2016 οι αρχές της Καλιφόρνιας διαπίστωσαν ότι ανάλογη μεθόδευση αξιοποιούσε και η Audi.

Τον Ιανουάριο του 2017 η Volkswagen συμφώνησε να καταβάλει στις αμερικανικές αρχές πρόστιμα ύψους 4,3 εκατ. δολαρίων, ενώ τον Ιανουάριο του 2018 η Audi κατέβαλε 800 εκατ. ευρώ στις αρμόδιες γερμανικές αρχές για τον διακανονισμό αστικών απαιτήσεων σε βάρος της.

Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Dieselgate μάς απασχόλησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Προσπαθούσαμε να βρούμε έναν συμβιβασμό που θα εξασφάλιζε την προστασία της δημόσιας υγείας, τον σεβασμό των δικαιωμάτων των καταναλωτών, αλλά και την προοπτική της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ηλεκτροκίνηση και την πράσινη μετάβαση.

Το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά είναι ότι χρειάζονται σοβαρότεροι έλεγχοι σε γερμανικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για τις μεγάλες εταιρείες της σημαντικότερης οικονομίας της Ε.Ε. Είναι δείγμα αδυναμίας της Ε.Ε. να έρχεται η κάθαρση μέσω ΗΠΑ με μεγάλο κερδισμένο το δημόσιο ταμείο των ΗΠΑ. Τέλος, η εποχή Μέρκελ στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα ξεκίνησε με μια πολιτική υπέρβαση σε ζητήματα κάθαρσης και διαφάνειας και φτάνει στο τέλος της με τα ίδια δυσάρεστα θέματα να κυριαρχούν, χωρίς να έχει προσωπική ανάμειξη η καγκελάριος.