Οι τράπεζες σε καλό δρόμο, αλλά σε μεταβαλλόμενο περιβάλλον - Free Sunday
Οι τράπεζες σε καλό δρόμο, αλλά σε μεταβαλλόμενο περιβάλλον
Σε αναμονή σημαντικών αποφάσεων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) και την ΕΚΤ

Οι τράπεζες σε καλό δρόμο, αλλά σε μεταβαλλόμενο περιβάλλον

Οι συστημικές τράπεζες δείχνουν για μία ακόμη φορά να έχουν αφήσει τα πολύ δύσκολα πίσω τους. Δείχνουν να έχουν απορροφήσει το σοκ του 2015 και σε μεγάλο βαθμό το σοκ της πανδημίας.

Τα καλά νέα που τις αφορούν είναι σημαντικά. Το διεθνές περιβάλλον όμως στον τραπεζικό τομέα και γενικότερα στην οικονομία μεταβάλλεται συνεχώς με εντυπωσιακή ταχύτητα. Η ρευστότητα δεν αποκλείει δύσκολες έως δυσάρεστες εξελίξεις.

Τα καλά νέα

Το πρώτο καλό νέο έχει σχέση με την αναβάθμιση των τραπεζών από τη Standard & Poor’s. Πρώτα ο οίκος αναβάθμισε την ελληνική οικονομία από ΒΒ- σε ΒΒ και στη συνέχεια αναβάθμισε και το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο των ελληνικών συστημικών τραπεζών.

Της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank και της Alpha Bank σε Β+ από Β, ενώ της Πειραιώς βελτιώθηκε σε Β από Β-. Η προοπτική για τις τέσσερις τράπεζες παραμένει σύμφωνα με την αξιολόγηση της S&P σταθερή.

Οι αναλυτές του οίκου θεωρούν ότι οι μεταρρυθμίσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα και η αξιοποίηση των κονδυλίων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης θα βελτιώσουν την επιχειρηματική προοπτική και θα ενισχύσουν την προσφορά και ζήτηση πιστώσεων στην Ελλάδα.

Το δεύτερο καλό νέο έχει σχέση με τις συνεχώς βελτιούμενες εκτιμήσεις για το πότε ακριβώς θα επιτύχουν τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου επενδυτική βαθμίδα. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θεωρεί ότι ο στόχος θα έχει επιτευχθεί το αργότερο μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2023. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Citigroup, η αναβάθμιση των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός του 2022. Η επιτάχυνση έχει σημασία, γιατί θα επιτρέψει στην Ελλάδα να περάσει από το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την πανδημία (PEPP), όταν λήξει αυτό, την άνοιξη του 2022, στο προγενέστερο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Κεντρικής Τράπεζας (QE).

Ενδεχόμενη απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα λειτουργήσει θετικά για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μειώνοντας τις απαιτήσεις για το περιθώριο σε ό,τι αφορά τις εγγυήσεις.

Το τρίτο καλό νέο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει σχέση με τη διαρκή υποχώρηση των «κόκκινων» δανείων. Πρόκειται για μια τάση που ισχύει σε ολόκληρη την Ε.Ε., η οποία όμως έχει ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας, εφόσον έχουμε το ευρωπαϊκό ρεκόρ στα «κόκκινα» δάνεια.

Στις τράπεζες που εποπτεύει η ΕΚΤ τα «κόκκινα» δάνεια (NPLs) υποχώρησαν στο τέταρτο τρίμηνο του 2021 στο 2,63% από 2,82% που ήταν το τρίτο τρίμηνο.

Στην Ελλάδα η υποχώρηση ήταν από 28,85% του συνόλου των δανείων το τρίτο τρίμηνο σε 25,54% το τέταρτο τρίμηνο.

Η απόσταση που μας χωρίζει από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι τεράστια, αλλά έχει δημιουργηθεί δυναμική συνεχούς μείωσής της.

Το τέταρτο καλό νέο για τις συστημικές τράπεζες έχει σχέση με την επιτυχημένη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς κατά 1,38 δισ. ευρώ με συμμετοχή γνωστών ξένων επενδυτών που φαίνεται να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στην προοπτική της τράπεζας και της οικονομίας. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς προκάλεσε πολιτικές αντιδράσεις, κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τα επικριτικά σχόλια αναλυτών και ρεπορτάζ σε οικονομικά έντυπα, όπως στον βρετανικό «Economist».

Ανεξάρτητα από το ποια ακριβώς μέθοδος έπρεπε να ακολουθηθεί και αν ζημιώθηκε για μία ακόμη φορά το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος, το γεγονός είναι ότι δόθηκε λύση με γρήγορο και αποφασιστικό τρόπο. Αρκεί να συγκρίνει κανείς τις κινήσεις που έγιναν για την Τράπεζα Πειραιώς με τη δυσκολία που έχουν αλλεπάλληλες ιταλικές κυβερνήσεις να διαχειριστούν τα προβλήματα της ιστορικής τράπεζας Monte dei Paschi για να αντιληφθεί τη σημασία της ταχύτητας και της αποφασιστικότητας σε τέτοιου είδους ζητήματα.

Μέχρι και ο Μάριο Ντράγκι, πρωθυπουργός της Ιταλίας, πρώην κεντρικός τραπεζίτης της Ιταλίας, πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ, δυσκολεύεται.

Το πέμπτο και σημαντικότερο θετικό νέο που αφορά τις ελληνικές τράπεζες έχει σχέση με την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε στη βελτίωση των εκτιμήσεών της για την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2021 και το 2022. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θα αφήσει η οικονομία πίσω της την πανδημία, γνωρίζουμε όμως ότι μόλις συμβεί αυτό θα ακολουθήσουν εντυπωσιακές αναπτυξιακές επιδόσεις μέχρι το 2026, περίοδος που καλύπτεται από τις πρόσθετες χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η εισροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων και οι συμπληρωματικές χρηματοδοτήσεις, επενδύσεις θα αυξήσουν τον κύκλο εργασιών των τραπεζών με ιδιαίτερα ποιοτικούς όρους.

Ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών

Μεγάλη σημασία για τους όρους με τους οποίους λειτουργούν οι ελληνικές τράπεζες έχουν οι πρωτοβουλίες της ΕΚΤ.

Με απόφαση της προέδρου της ΕΚΤ, Λαγκάρντ, ακολουθείται μια πολιτική που στηρίζει εξαιρετικά δυναμικά την πραγματική οικονομία. Η ΕΚΤ διατηρεί το κόστος δανεισμού στο ιστορικό χαμηλό του -0,5% και εφαρμόζει ένα επιθετικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που διευκολύνει τη χρηματοδότηση και διατηρεί τα επιτόκια σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.

Με βάση όσα μας λέει η Λαγκάρντ στις τακτικές παρουσιάσεις της πολιτικής της ΕΚΤ στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συνεχίζονται οι δυσκολίες και η αβεβαιότητα που συνδέονται με την πανδημία, γι’ αυτό και δεν έχει φτάσει η ώρα για να υιοθετήσει η τράπεζα μια λιγότερο επεκτατική πολιτική.

Διακρίνεται όμως κάποια αλλαγή στο περιβάλλον από τον Απρίλιο του 2021, με αποτέλεσμα να παρατηρείται σταδιακή αύξηση των επιτοκίων από εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης έχασαν, με εξαίρεση τη Γερμανία, το προνόμιο των αρνητικών επιτοκίων στα δεκαετή ομόλογά τους. Η μικρή άνοδος των επιτοκίων προς το παρόν δεν σημαίνει τίποτα. Προκαλεί μάλιστα εντύπωση το γεγονός ότι το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου, λίγο πάνω από το 1%, βρίσκεται λίγο κάτω από το επιτόκιο του ιταλικού Δημοσίου.

Αυτές οι κινήσεις όμως μπορεί να μας προετοιμάζουν γι’ αυτά που έρχονται. Στις ΗΠΑ ο ετήσιος πληθωρισμός έφτασε τον Μάιο του 2021 στο 4,2%, με αποτέλεσμα να γίνει πιο έντονη συζήτηση για το εάν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ πρέπει να αρχίσει σταδιακά να ακολουθεί μια λιγότερο επεκτατική και ίσως περιοριστική πολιτική. Τα περισσότερα μέλη του Συμβουλίου της τράπεζας δεν φαίνεται να έχουν πειστεί και θεωρούν ότι η ενίσχυση του πληθωρισμού μπορεί να είναι προσωρινή, για λόγους που έχουν να κάνουν με το «ξεπάγωμα» της οικονομίας μετά την πανδημία. Συνολικά ενδιαφέρονται περισσότερο για τον μέσο όρο στη διάρκεια ορισμένων ετών παρά για οποιεσδήποτε απότομες αυξομειώσεις.

Πρώτη ανάμεσα στις κεντρικές τράπεζες που εκτιμά ότι η οικονομία δεν χρειάζεται περισσότερη στήριξη και γι’ αυτό θα προχωρήσει σε σταδιακή μείωση των αγορών ομολόγων είναι η Τράπεζα του Καναδά.

Ο προβληματισμός στις ΗΠΑ και η αλλαγή πολιτικής από την Κεντρική Τράπεζα του Καναδά δίνουν νέα διάσταση στην αντίθεση μεταξύ της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της ΕΚΤ, που ακολουθεί τη γραμμή Λαγκάρντ στηρίζοντας την οικονομία της Ευρωζώνης, και των λεγόμενων «σκληρών», ιδιαίτερα των εκπροσώπων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας και της Κεντρικής Τράπεζας της Ολλανδίας, οι οποίοι ζητούν να μπει ένα φρένο στην πολιτική που ασκείται.

Το φθινόπωρο του 2021 προβλέπεται κρίσιμο σε ό,τι αφορά την κατεύθυνση της πολιτικής της ΕΚΤ, ανάλογα και με τις εξελίξεις που θα έχουν μεσολαβήσει.

Σημαντικές αλλαγές

Πιο ανησυχητικές για την προοπτική του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι οι αλλαγές που παρατηρούνται στην παγκόσμια τραπεζική. Δημιουργούν νέες δυνατότητες, αλλά ενισχύουν το στοιχείο του ρίσκου και τη συστημική αστάθεια. Στην εξαμηνιαία έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αξιολόγησε θετικά την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την κεφαλαιοποίηση, την κερδοφορία και την προοπτική των τραπεζών.

Κάνει όμως αναφορά σε ένα σκηνικό που αλλάζει και μας αφορά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλους.

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τονίζει ότι η εκπληκτική άνοδος των τιμών των μετοχών και άλλων περιουσιακών στοιχείων μπορεί να δοκιμάσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε περίπτωση απότομης στροφής της αγοράς.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση, «οι αποτιμήσεις ορισμένων περιουσιακών στοιχείων είναι υπερβολικά υψηλές σε σχέση με τις ιστορικές νόρμες τους» και «πιθανότατα ευάλωτες σε μια σημαντική πτώση, αν η διάθεση ανάληψης επενδυτικού ρίσκου υποχωρήσει».

Υπογραμμίζεται επίσης ότι οι ρυθμιστικές αρχές δεν διαθέτουν επαρκή μέσα για να παρακολουθήσουν τους επενδυτικούς κινδύνους που δημιουργούν οι πρωταγωνιστές της σκιώδους τραπεζικής (shadow banking), όπως, για παράδειγμα, ο Μπιλ Χουάν της Archegos Capital, τα κερδοσκοπικά παιχνίδια του οποίου κατέληξαν σε μια διαχειριστική «τρύπα» 20 δισ. δολαρίων, την οποία θα καλύψουν κατά το μεγαλύτερο μέρος σημαντικοί διεθνείς επενδυτές.

Το νέο σκηνικό προσδιορίζεται από τη δυναμική ανάπτυξη της βιομηχανίας fintech, χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με τη χρήση της τεχνολογίας, σε όλο τον κόσμο, την ενίσχυση του ρόλου του bitcoin και άλλων κρυπτονομισμάτων και την ενίσχυση του ειδικού βάρους της λεγόμενης σκιώδους τραπεζικής.

Μέσα από την υπερβολική προβολή των δυνατοτήτων της fintech και υψηλού ρίσκου κερδοσκοπικές πρακτικές προέκυψε το σκάνδαλο της γερμανικής Wirecard. Η γερμανική κυβέρνηση μεσολαβούσε υπέρ της εταιρείας, οι ρυθμιστικές αρχές δεν έκαναν τη δουλειά τους, οι μεγάλες λογιστικές εταιρείες διευκόλυναν την εταιρεία και φτάσαμε σε ένα γερμανικό «κανόνι» 15 δισ. ευρώ μέσω Σιγκαπούρης.

Ανάλογη ήταν η πορεία της Greensill Capital, η οποία κατέρρευσε, αφήνοντας ακάλυπτους τους επενδυτές που την εμπιστεύτηκαν, σε επίπεδο δισ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Greensill Capital χρησιμοποιούσε για τις διαμεσολαβήσεις της και μέχρι την τελική πτώση τον Συντηρητικό πρώην πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας Κάμερον.

Η Credit Suisse, ένα μεγάλο όνομα της διεθνούς τραπεζικής, έχει παρουσία στο σκάνδαλο του hedge fund Archegos Capital, όπως και στο σκάνδαλο της Greensill Capital. Εκτιμάται ότι οι ζημιές της τράπεζας από τις πρακτικές του hedge fund μπορεί να φτάσουν τα 4,7 δισ. δολάρια, ενώ περισσότεροι από 1.000 πελάτες της Credit Suisse θέλουν να διαπραγματευτούν με την τράπεζα αποζημιώσεις, με το σκεπτικό ότι τους εγκλώβισε στην επένδυση της Greensill Capital χωρίς να τους δώσει την αναγκαία πληροφόρηση.

Το Ευρωσύστημα

Το Ευρωσύστημα που στηρίζει τις ελληνικές τράπεζες αναπτύχθηκε και έγινε πολύ πιο ισχυρό μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η περίοδος Ντράγκι στην προεδρία της ΕΚΤ χαρακτηρίστηκε από εντυπωσιακές πρωτοβουλίες υπέρ του ευρώ και της Ευρωζώνης και μπορούμε να πούμε ότι η Λαγκάρντ εμπλουτίζει τη θετική παράδοση που δημιούργησε ο Ντράγκι.

Παρ’ όλα αυτά, υπό την κρίση της πανδημίας επανεμφανίζονται ορισμένα προβλήματα του παρελθόντος.

Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΚΤ, η έκθεση των τραπεζών της Ευρωζώνης σε κρατικό χρέος «απογειώθηκε». Υπολογίζεται ότι τον Φεβρουάριο του 2021 έφτασε τα 2,1 τρισ. ευρώ, ενώ προ πανδημίας τα κρατικά ομόλογα χωρών της Ευρωζώνης στους ισολογισμούς των τραπεζών ήταν 140 δισ. ευρώ.

Αυτός ο εναγκαλισμός ανάμεσα σε τράπεζα και τις κυβερνήσεις έδωσε μεγάλες διαστάσεις στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης και πρέπει, θεωρητικά, να αποφεύγεται, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε έναν οικονομικό κύκλο «θανάτου» (doom loop).

Επίσης, επανεμφανίζονται εξαιτίας της πανδημίας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύστερα από μια περίοδο δραστικής μείωσής τους. Συνολική εικόνα θα έχουμε τον Ιούλιο του 2021, μετά την ολοκλήρωση των stress tests που έχουν ξεκινήσει στις συστημικές τράπεζες. Οι αρμόδιες αρχές όμως προειδοποιούν τις διοικήσεις των τραπεζών ότι έρχεται σημαντική αύξηση των «κόκκινων» δανείων και πως πρέπει να προετοιμαστούν για την αποτελεσματική διαχείρισή τους.

Προβληματισμό προκαλούν και τα αποτελέσματα πενταετούς μελέτης της ΕΚΤ η οποία καταλήγει στο γενικό συμπέρασμα ότι σημαντικές τράπεζες της Ευρωζώνης πάσχουν από υπερβολική αισιοδοξία σε ό,τι αφορά την αποτίμηση των κινδύνων για τα στοιχεία του ενεργητικού τους και τον υπολογισμό της κεφαλαιακής τους επάρκειας.

Η ΕΚΤ εντόπισε αδυναμίες στη μεθοδολογία 65 από τις 115 συστημικές τράπεζες που εποπτεύει. Οι 65 τράπεζες που εξέτασε την περίοδο 2017-2019 αντιπροσώπευαν το 85% του ενεργητικού των 115 που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.

Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι πολύ λιγότερο δυναμικό από το αμερικανικό, το οποίο καταγράφει ρεκόρ κερδοφορίας σε συνθήκες πανδημίας. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν μειωμένη απόδοση κεφαλαίων σε σχέση με τις αμερικανικές και δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν επιτυχημένη στρατηγική παγκοσμιοποίησης. Η μόνη που το επιδίωξε, η Deutsche Bank, απέτυχε και γνώρισε απίθανες οικονομικές περιπέτειες.

Το βασικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ είναι ότι αξιοποιούν την κυριαρχία του δολαρίου στο διεθνές σύστημα πληρωμών για να επιβάλουν τους κανόνες και τους νόμους τους και εκτός ΗΠΑ, σε βάρος των ανταγωνιστών τους, οι οποίοι βρίσκονται κάθε τόσο και για διάφορους λόγους αντιμέτωποι με θηριώδη πρόστιμα των αμερικανικών αρχών.

Στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την πορεία της τραπεζικής ένωσης για το 2020 περιέχονται ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για την κατάσταση και την προοπτική του Ευρωσυστήματος.

Υπογραμμίζονται οι ανησυχίες του Ενιαίου Μηχανισμού Επιτήρησης (SSM) για τα υψηλά κόστη, τη χαμηλή κερδοφορία και τις ανεπαρκείς επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες στον τραπεζικό τομέα.

Υπογραμμίζεται ότι χωρίς την προώθηση ευρωπαϊκών εγγυήσεων για τις καταθέσεις (EDIS) δεν μπορεί να προχωρήσει η τραπεζική ένωση.

Τονίζεται η σημασία που έχουν στην αντιμετώπιση της κρίσης προγράμματα δημόσιων εγγυήσεων, το πάγωμα τοκοχρεολυσίων για πιστωτές που βρίσκονται σε δύσκολη θέση, τα προγράμματα ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών, όπως και οι πρωτοβουλίες της ΕΚΤ.

Στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκφράζεται η άποψη ότι η αναμενόμενη αύξηση των «κόκκινων» δανείων θα ασκήσει, σε συνδυασμό με το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, πρόσθετη πίεση στην ήδη χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών.

Τέλος, επαναλαμβάνεται η προειδοποίηση ότι η αύξηση των κρατικών ομολόγων στους ισολογισμούς των τραπεζών μπορεί να οδηγήσει σε πολύ δύσκολες καταστάσεις.

Η διαφορά στην κερδοφορία

Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων που δημοσίευσε ο SSM για το σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύει προκύπτουν ενδιαφέρουσες διαφορές στη διάρθρωση των εσόδων μεταξύ των ελληνικών και των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Περίπου το 25% των εσόδων των ελληνικών συστημικών τραπεζών προέρχεται από χρηματοοικονομικά έσοδα και ανταλλαγές κρατικών τίτλων. Το ποσοστό στις τράπεζες της Ευρωζώνης είναι πολύ χαμηλότερο, γύρω στο 10%.

Αντίθετα, τα έσοδα από προμήθειες αναλογούν στο 1/8 των οργανικών εσόδων των ελληνικών τραπεζών, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι γύρω στο 1/3.

Συνολικά τα έσοδα από τόκους ανήλθαν το 2020 σε 5,5 δισ. ευρώ και από προμήθειες σε 1,2 δισ. ευρώ. Διαφορετική είναι η αναλογία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως, για παράδειγμα, στην Ιταλία, όπου τα έσοδα από τόκους το 2020 ήταν 28,1 δισ. ευρώ και τα έσοδα από προμήθειες σε υψηλά επίπεδα, 21,9 δισ. ευρώ.

Βαρίδι στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών είναι οι προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του SSM, οι προβλέψεις των ελληνικών τραπεζών για τα επισφαλή δάνεια ξεπέρασαν το 2020 τα 6 δισ. ευρώ, κινήθηκαν δηλαδή και πάνω από τα έσοδα από τόκους. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν από τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις για τα «κόκκινα» δάνεια στην Ευρωζώνη. Προσπαθούν να καλύψουν τις εκκρεμότητες του παρελθόντος και να δημιουργήσουν τις δυνατότητες διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων που συνδέονται με την πανδημία.

Σε αυτές τις συνθήκες, το 2020 καταγράφηκαν συνολικές ζημιές, προ φόρων, ύψους 1,2 δισ. ευρώ και αρνητική απόδοση ιδίων κεφαλαίων -6,8%.

Πρόκειται για μια δύσκολη προσπάθεια, η οποία με το πέρασμα του χρόνου φαίνεται να οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα. Πρόκειται όμως για τραπεζικό μαραθώνιο και όχι για κούρσα ταχύτητας.

Η μεταφορά της ρευστότητας

Η εικόνα αξιοπιστίας που έχει το τραπεζικό σύστημα αλλά και οι καταναλωτικοί περιορισμοί και η ψυχολογία που συνδέονται με την πανδημία οδηγούν σε σταθερή αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων. Εκτιμάται ότι οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν το 2020 κατά 13 δισ. ευρώ και η αυξητική τάση συνεχίζεται το 2021.

Ισχυρό στήριγμα σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών είναι η ΕΚΤ, η οποία τους πρόσφερε ρευστότητα κατά τη διάρκεια του 2020 41,4 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 33,8 δισ. σε σχέση με το 2019, οπότε δεν υπήρχε η πρόκληση της πανδημίας.

Στις παρεμβάσεις στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η πρόεδρος της ΕΚΤ, Λαγκάρντ, παραδέχεται ότι υπάρχουν προβλήματα στη μεταφορά της ρευστότητας που εξασφαλίζει το Ευρωσύστημα στις τράπεζες στην πραγματική οικονομία.

Η Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί ακραία περίπτωση σε αυτό το ζήτημα, εφόσον το 2020, από τα 46-47 δισ. ευρώ πρόσθετης ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος, λιγότερα από 8 δισ. ευρώ μετατράπηκαν σε καθαρές νέες πιστώσεις για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Εκπρόσωποι μικρομεσαίων επιχειρήσεων με σχετικά περιορισμένες δυνατότητες διαμαρτύρονται, θεωρώντας ότι έχουν βρεθεί στο περιθώριο του τραπεζικού συστήματος. Από την πλευρά τους, τα στελέχη των τραπεζών εκτιμούν ότι δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση για νέα δάνεια από αξιόχρεες επιχειρήσεις. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να αυξάνονται τα ρευστά διαθέσιμα στην κεντρική τράπεζα. Αυξήθηκαν μέσα σε έναν χρόνο κατά 18,6 δισ., ενώ το ίδιο διάστημα αυξήθηκαν τα ομόλογα του Δημοσίου που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους οι τράπεζες κατά 12,7 δισ. Αυτή η διαδικασία χρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος χωρίς ανάλογη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας ελπίζεται ότι θα φτάσει στο τέλος της με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και τις ανάγκες χρηματοδότησης που θα δημιουργήσει.

Η Bad Bank

Το σχέδιο «Ηρακλής», με το οποίο διευκολύνονται οι τράπεζες να τιτλοποιούν και να αφαιρούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τους ισολογισμούς τους, έχει οδηγήσει σε εντυπωσιακά αποτελέσματα, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τον Απρίλιο του 2021 την παράτασή του για άλλους 18 μήνες, με το σκεπτικό ότι πληροί τα κριτήρια για να μη θεωρείται κρατική ενίσχυση.

Στην αντίληψη των στελεχών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εφόσον το κράτος-μέλος παρεμβαίνει για να διευκολύνει με εγγυήσεις τις τιτλοποιήσεις αλλά αμείβεται για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει, οι παρεμβάσεις του δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Επιτροπής, την πρώτη περίοδο λειτουργίας του «Ηρακλή» (Δεκέμβριος 2019 - Απρίλιος 2021) τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών απομειώθηκαν κατά 31,35 δισ. ευρώ.

Υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Στουρνάρα, και του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης για την αναγκαιότητα ή μη της λεγόμενης Bad Bank. To οικονομικό επιτελείο την απορρίπτει διά της επ’ αόριστον αναβολής, θεωρώντας ότι έχει υπερβολικό δημοσιονομικό κόστος και πως δύσκολα θα εγκριθεί από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές υπηρεσίες σε ό,τι αφορά το καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων.

Ο Στουρνάρας επιμένει στην πρότασή του, θεωρώντας ότι είναι αναγκαία και για τη ρύθμιση της εκκρεμότητας που έχει δημιουργηθεί με τον λεγόμενο αναβαλλόμενο φόρο. Σύμφωνα με υπολογισμούς, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DΤSs) με βάση τα στοιχεία του 2020 ανέρχονται σε 14,7 δισ. ευρώ σε σύνολο ιδίων κεφαλαίων 22,8 δισ. ευρώ.

Μιλώντας στο πλαίσιο της ετήσιας εκδήλωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Στουρνάρας υποστήριξε ότι εάν η κυβέρνηση δεν επιλέξει τη λύση της Bad Bank για να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τα «κόκκινα» δάνεια και την αναβαλλόμενη φορολογία, «θα πρέπει να βρει εναλλακτικό τρόπο αντιμετώπισης, που θα πρέπει να είναι συνεπής με τη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων».

Ανεξάρτητα από τον προβληματισμό της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος, το κλίμα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και, αυτό που μετράει περισσότερο, στην ΕΚΤ είναι υπέρ της δημιουργίας Bad Bank (Asset Management Company), αρκεί να το θέλει η ελληνική κυβέρνηση και να το δεχτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με βάση το ισπανικό προηγούμενο.

Η προοπτική

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν πάντα αρκετά καλό με βάση τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή κριτήρια. Σε πρώτη φάση πλήρωσε τη χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου και στη συνέχεια την αναταραχή του 2015.

Τα τελευταία χρόνια έχει ενισχύσει τη θέση του μέσα από μεγάλες δυσκολίες και τώρα καλείται να σηκώσει το βάρος της κρίσης της πανδημίας, για να μπορέσει στη συνέχεια να χρηματοδοτήσει επαρκώς και με ανταγωνιστικούς όρους τη δυναμική ανάπτυξη που προβλέπεται τουλάχιστον μέχρι το 2026.

Οι πιθανότητες είναι με το μέρος του, αλλά δεν αποκλείεται να επιδράσουν αρνητικά εξωγενείς παράγοντες, εφόσον το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού και ανατροπών σε συνθήκες αβεβαιότητας και αρκετά υψηλού ρίσκου.

Οι εξωγενείς παράγοντες επηρεάζουν πολύ οικονομίες σαν την ελληνική, που εξακολουθεί να έχει χαρακτηριστικά αδύναμου κρίκου της Ευρωζώνης.