Η ιδιωτική ασφάλιση «λιμάνι» στην κρίση - Free Sunday
Η ιδιωτική ασφάλιση «λιμάνι» στην κρίση

Η ιδιωτική ασφάλιση «λιμάνι» στην κρίση

Όσο μεγαλώνει η παθογένεια του συστήματος δημόσιας ασφάλειας, ειδικά στα θέματα υγείας και σύνταξης, τόσο περισσότερο κερδίζει και στη χώρα μας, όπως έχει γίνει εδώ και καιρό σε προηγμένες οικονομίες, η έννοια της ιδιωτικής ασφάλειας και δη της αποταμιευτικής πλευράς αυτής.

Ωστόσο, η κρίση δεν έχει επηρεάσει μόνο τα δημόσια συστήματα ασφάλισης. Αν και όχι με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή σε ό,τι αφορά τα αποθεματικά, που για το μεν Δημόσιο είναι ανύπαρκτα, τη στιγμή που αυτά των ασφαλιστικών εταιρειών στη χώρα μας φτάνουν περί τα 15 δισ. ευρώ, είναι σαφές ότι η σκιά που βαραίνει τον χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης είναι σήμερα η αβεβαιότητα. Αυτό μεταφράζεται σε χαμηλά επιτόκια και χαμηλές εγγυημένες αποδόσεις ή ακόμη και σε αποστροφή του κινδύνου, δηλαδή σε προϊόντα που δεν φέρουν καμία εγγύηση. Έτσι, το 2% είναι το ανώτερο εγγυημένο επιτόκιο που μπορεί κάποιος να βρει σήμερα στην ελληνική αγορά και, παρά το γεγονός ότι δεν ακούγεται αρκετά ελκυστικό, σε κάθε περίπτωση είναι ανώτερο από τα τραπεζικά επιτόκια, που βρίσκονται στο 0,5% ή και χαμηλότερα, καθιστώντας ουσιαστικά την αποταμίευση αρνητική.

Παρ’ όλα αυτά, η ιδιωτική ασφάλιση παραμένει ασφαλές λιμάνι, καθώς, όπως έχει αποδειχθεί, αν κάτι μπορεί να εγγυηθεί, είναι ότι τα χρήματα που αποταμιεύει κανείς θα τα πάρει πίσω στο ακέραιο.

Δεδομένο που προκύπτει από τη λογική του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, που βασίζεται στην ανταποδοτικότητα των εισφορών. Μια αρχή που συνοδεύεται από δεσμεύσεις και από την πλευρά του ασφαλισμένου, ο οποίος πρέπει να παραμείνει στο πρόγραμμα για όσο διάστημα έχει συμφωνηθεί, δηλαδή για 10, 20 ή 30 χρόνια, αλλά και από την πλευρά του ιδιωτικού φορέα ασφάλισης.

Το μόνο που έχει να κάνει ο ασφαλισμένος είναι, ακόμη και αν δεν εξαντλήσει όλη τη συμφωνηθείσα διάρκεια, να παραμείνει στο πρόγραμμα για μια υπολογίσιμη περίοδο, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 10 ή 15 χρόνια. Αν τηρήσει αυτή τη δέσμευση, το πρόγραμμα αυξάνει σταδιακά κάθε χρόνο την αξία του. Αν, ωστόσο, αποχωρήσει, δηλαδή αν «σπάσει» το συμβόλαιο πρόωρα, το ποσό που θα πάρει υπολείπεται των χρημάτων που έχει δώσει.

Είναι σημαντικό δε να αναφέρουμε ότι οι βασικοί τύποι ασφαλιστικών προγραμμάτων είναι αυτοί με εγγυημένη απόδοση, π.χ. 2%, χωρίς καμία εγγύηση, αλλά και συνδυασμός των δύο, όπως π.χ. με εγγύηση κεφαλαίου ή χωρίς εγγύηση, αλλά που μέσα από συγκεκριμένους μηχανισμούς μπορούν να κλειδώσουν προς όφελος του ασφαλισμένου την απόδοση που επιτυγχάνει η ασφαλιστική εταιρεία σε συγκεκριμένο χρόνο.

Η αξία ενός ασφαλιστικού προγράμματος είναι πάνω απ’ όλα ο συστηματικός τρόπος αποταμίευσης, ακόμη και με μικρά ποσά, τα οποία όμως μπορούν να συγκροτήσουν μια συμπληρωματική σύνταξη. Κάτι ωστόσο που μπορεί να προκύψει μόνο αν ο ασφαλισμένος επιδείξει πειθαρχία, που αποτελεί βασική αρχή της ασφάλισης, αφού είναι σαφές ότι όσο συνεπής και αν είναι κάποιος, πολύ δύσκολα μπορεί να τηρήσει με ευλάβεια τη συνήθεια της αποταμίευσης χωρίς παρεκκλίσεις.

Εξίσου βασικό είναι ότι πάνω στο αποταμιευτικό πρόγραμμα χτίζεται συνήθως και μια ασφάλιση ζωής κι έτσι τα χρήματα, και μάλιστα στο σύνολό τους, θα εισπραχθούν από την οικογένεια. Αυτός είναι άλλωστε και ένας από τους λόγους που η αξία εξαγοράς τα πρώτα χρόνια ενός συμβολαίου υπολείπεται αυτών που πληρώνει ο ασφαλισμένος. Η διαφορά που προκύπτει είναι ουσιαστικά το απόθεμα που κρατάει η εταιρεία για την κάλυψη του θανάτου. Ένας δεύτερος λόγος είναι τα διαχειριστικά κόστη που επιβαρύνουν τα προγράμματα αυτά, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, και που φθίνουν με την πάροδο των ετών, για να μηδενιστούν κοντά στη λήξη.

Τα ασφαλιστικά προϊόντα εγγυημένου επιτοκίου εξασφαλίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις και συμμετοχή του ασφαλισμένου στην απόδοση που θα πετύχει η εταιρεία, πέραν της εγγυημένης, π.χ. 2%, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα μιας καλύτερης απόδοσης. Έτσι, εάν κάποιος αποταμιεύει επί 35 χρόνια 995 ευρώ τον χρόνο, θα λάβει στο τέλος της περιόδου ένα εφάπαξ ποσό της τάξης των 35.910 ευρώ, ενώ αν η απόδοση που θα πετύχει η εταιρεία φτάσει το 4%, τα χρήματα που εγγυημένα θα λάβει στο τέλος της 35ετίας θα είναι 40.315 ευρώ.

Το γεγονός ότι οι αποδόσεις είναι χαμηλές έχει στρέψει την αγορά σε επενδυτικά προγράμματα τα οποία στην πλειονότητά τους δεν έχουν εγγυήσεις αλλά μπορούν να μεγιστοποιήσουν την απόδοση, ανάλογα με το ρίσκο ή όχι που ενσωματώνουν, παρ’ ότι τα επενδυτικά προϊόντα δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη μεγάλου κεφαλαίου. Το ποσό μπορεί να είναι εφάπαξ και να είναι μικρό –ακόμη και 1.000 ευρώ–, ενώ αρκετά διαδεδομένα είναι τα προγράμματα όπου μπορεί κάποιος να προσθέτει κεφάλαια ανά τακτά ή όχι χρονικά διαστήματα, π.χ. κάθε εξάμηνο ή χρόνο. Πρόκειται δηλαδή για ασφαλιστικά προγράμματα εφάπαξ καταβολής ή περιοδικών καταβολών τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από μια επενδυτική επιλογή μέσα από την αγορά μεριδίων.

Ανεξάρτητα από το ποιο προϊόν θα επιλέξει κάποιος, αυτό που έχει σημασία είναι να διαλέξει μια αξιόπιστη ασφαλιστική εταιρεία, κάτι που, με μικρές εξαιρέσεις, η ελληνική ασφαλιστική αγορά μπορεί πλέον να εγγυηθεί με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας. Η διαφάνεια είναι ένα επίσης βασικό κριτήριο στην επιλογή του προϊόντος, κυρίως γιατί ο πελάτης πρέπει να έχει πλήρη γνώση για το πού επενδύονται τα χρήματά του, προκειμένου να γνωρίζει και το ρίσκο που αναλαμβάνει. Οι ασφαλιστικές εταιρείες στη χώρα μας είναι σε πολλές περιπτώσεις μέλη μεγάλων ομίλων και είναι σε θέση να εγγυώνται χαμηλό διαχειριστικό κόστος, δίνοντας έτσι στον πελάτη το μεγαλύτερο μέρος της απόδοσης.