Ζητείται λύση για το σταυρόλεξο των τραπεζών - Free Sunday
Ζητείται λύση για το σταυρόλεξο των τραπεζών

Ζητείται λύση για το σταυρόλεξο των τραπεζών

Υπό κατάρρευση βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες, που, όπως φαίνεται, δεν συνήλθαν ποτέ από το σοκ και την αιμορραγία των καταθέσεων το 2015, όταν λόγω της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης η Ελλάδα έφτασε ένα βήμα πριν από την έξοδο από το ευρώ. Αποτέλεσμα; Χάθηκαν 24,5 δισ. ευρώ ανακεφαλαιοποιήσεων, αυτή τη στιγμή οι τράπεζες δεν έχουν χρήματα για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων, ενώ το ενδεχόμενο μιας τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης το πρώτο εξάμηνο του 2019 έχει έρθει πιο κοντά.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν «γονατίσει» το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Μάλιστα, οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί ότι έως το τέλος του 2021 θα μειώσουν στα 35-40 δισ. ευρώ το ύψος των προβληματικών δανείων, από τα περίπου 90 δισ. που είναι σήμερα. Η μείωση κατά 50 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα πλάνα που υπέβαλαν στον SSM, θα επιτευχθεί με πωλήσεις ή τιτλοποιήσεις περίπου 25 δισ. δανείων, με ρευστοποιήσεις –δηλαδή πλειστηριασμούς ή άλλες νομικές ενέργειες– άλλων 15 δισ. ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα 10 δισ. θα «ιαθούν» με ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις κ.λπ.

Με τους νέους στόχους το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Πειραιώς πρέπει στο τέλος του 2021 να υποχωρήσει στο επίπεδο του 23%, στην Alpha στο 20%, στην Εθνική στο 20% και στη Εurobank στο 17%. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα θα είναι της τάξης του 40%-50%.

Εξάλλου η διαγραφή (θα τεθεί σε ισχύ μετά το κλείσιμο της 30ής Νοεμβρίου) των μετοχών τριών συστημικών τραπεζών (Τράπεζα Πειραιώς, Εθνική Τράπεζα, Eurobank) από τον δείκτη MSCI Standard Ελλάδας και τον υποβιβασμό τους στον MSCI Small Cap είναι ενδεικτικά της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτή η εξέλιξη μπορεί να θέσει τις μετοχές των ελληνικών συστημικών τραπεζών εκτός των ραντάρ των μεγάλων ξένων χαρτοφυλακίων, με το μοναδικό «σωσίβιο» να αποτελεί η προώθηση μιας δραστικής λύσης για το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο τραπεζικός κλάδος και το οποίο έχει αποτελέσει τροφή για τα short funds.

Φόβοι για κεφαλαιακή ανεπάρκεια

Την ίδια στιγμή έχουν επιστρέψει οι επιφυλάξεις για την κεφαλαιακή επάρκεια του συστήματος από την πλευρά των ξένων επενδυτών. Η αμφιβολία για το αν οι ελληνικές τράπεζες θα καταφέρουν να βγουν κεφαλαιακά αλώβητες από τη δοκιμασία των κόκκινων δανείων αποτυπώθηκε το τελευταίο διάστημα στις συνεχείς πιέσεις των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο.

Μόλις τρεις μήνες μετά τη λήξη της μακράς μνημονιακής περιόδου, οι τράπεζες βιώνουν ένα ανελέητο σφυροκόπημα των μετοχών τους, που φέρνει τον τραπεζικό δείκτη κοντά στις 400 μονάδες και στο ιστορικό χαμηλό του 2016. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα μέσα της εβδομάδας σημειώθηκε τραπεζικό κραχ, με τον τραπεζικό δείκτη να κλείνει με πτώση 6,34% και για πρώτη φορά η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να υποχωρεί στα 3,95 δισ. ευρώ, από 8,7 δισ. ευρώ στις αρχές του έτους.

Καθώς το πρόβλημα των κόκκινων δανείων κρατά τις τράπεζες και την οικονομία μακριά από τον τελικό στόχο, οι αγορές επικεντρώνουν την προσοχή τους στην πορεία των εσόδων των τραπεζών, που βαίνει φθίνουσα.

Σορτάρουν οι ξένοι επενδυτές

Το κλίμα όσον αφορά τις τραπεζικές μετοχές επιβαρύνεται και από τις αρνητικές εκθέσεις ξένων οίκων για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Πλέον είναι εμφανές ότι οι επενδυτές ποντάρουν στην πτώση των τραπεζών, λαμβάνοντας short θέσεις, γεγονός που αποδεικνύει ότι η πλειονότητά τους θεωρεί πως η ανάκαμψη της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών θα καθυστερήσει και πως η διαδικασία μείωσης των κόκκινων δανείων θα είναι πιο αργή από αυτήν που υποστηρίζουν οι επόπτες.

Τελευταίο παράδειγμα η έκθεση της UBS, που «ψαλιδίζει» τις εκτιμήσεις για τα κέρδη ανά μετοχή για το 2018-2019 για Alpha Bank και Eurobank. Ειδικότερα, η τιμή-στόχος για τη μετοχή της Alpha Bank μειώθηκε στα 1,43 ευρώ από τα 2 ευρώ και της Eurobank στα 0,55 ευρώ από τα 0,97 ευρώ.

Την ίδια στιγμή σε έκθεση της Deutsche Bank περιλαμβάνεται η εκτίμηση ότι οι ελληνικές τράπεζες θα βρεθούν αντιμέτωπες με υποχώρηση των καθαρών τους εσόδων από τόκους, ενώ η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελεί το κλειδί για την αναζωογόνηση του συστήματος.

Οξύτατες επισημάνσεις κάνει και η Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) για τις ελληνικές τράπεζες, τα κρατικά ομόλογα, αλλά και τον προϋπολογισμό της χώρας, στη μηνιαία έκθεσή της (Νοέμβριος 2018). Σύμφωνα με την Bundesbank, «η αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου των ελληνικών κρατικών ομολόγων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εγχώριες εξελίξεις».

Πιο συγκεκριμένα, η ίδια πηγή τονίζει πως «οι κερδοσκοπικές κινήσεις γύρω από τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες ολοένα και περισσότερο φορτώνονται με μη εξυπηρετούμενα δάνεια, οδηγούν σε ανησυχία τις αγορές ομολόγων σχετικά με τα δημοσιονομικά βάρη». Υπό αυτές τις συνθήκες, σημειώνεται από την Bundesbank ότι «η Ελλάδα, μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου προγράμματος διάσωσης, θα περιμένει ακόμα περισσότερο για την επιστροφή της στις αγορές».

Οι προτάσεις για τα κόκκινα δάνεια

Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του Bloomberg, η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου οι τράπεζες να επιστρέψουν στην πραγματικότητα, εξετάζει τα πάντα, ακόμη και το ενδεχόμενο της απευθείας επιδότησης δανειοληπτών. Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, το υπό επεξεργασία σχέδιο θα ανακουφίσει ορισμένους δανειολήπτες, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους.

Οι αποπληρωμές των δανειοληπτών οι οποίοι θέλουν αλλά δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους θα αναδιαρθρωθούν, ώστε να αποτελέσουν πιο εύκολα διαχειρίσιμες δόσεις, μέρος των οποίων θα επιδοτείται από το ελληνικό Δημόσιο.

Η πρόταση είναι στα αρχικά της στάδια και δεν έχουν καθοριστεί επακριβώς οι λεπτομέρειες, ωστόσο το σχέδιο θα πρέπει να είναι έτοιμο τον Δεκέμβριο. Το συγκεκριμένο σχέδιο βασίζεται στο κυπριακό πρόγραμμα «Εστία», το οποίο καλύπτει δανειολήπτες με ετήσιο εισόδημα 50.000 ευρώ, με πρώτη κατοικία αξίας έως 350.000 ευρώ και περιουσιακά στοιχεία που δεν ξεπερνούν το 125% της εμπορικής αξίας της κατοικίας τους. Για την ελληνική περίπτωση, σχολιάζει το Bloomberg, το σχέδιο μπορεί να είναι γενναιόδωρο.

Εν τω μεταξύ, τη δική της πρόταση για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων, μέσω της δημιουργίας Εταιρείας Ειδικού Σκοπού (SPV) και της αξιοποίησης του αναβαλλόμενου φόρου, παρουσίασε και η ΤτΕ. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι στο SPV θα μεταβιβαστεί περίπου 50% του αναβαλλόμενου φόρου των τραπεζών (γύρω στα 8 από τα 16 δισ. ευρώ), ώστε η εταιρεία να αγοράσει περίπου τα μισά κόκκινα δάνεια των τραπεζών (περίπου 43 δισ. ευρώ) σε αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβαστεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς. Στη συνέχεια, το SPV θα εκδώσει ομόλογα για να καλύψει διαφορετικές κλάσεις επενδυτών. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι να περιοριστούν τα κόκκινα δάνεια στο 4%-4,5% του συνόλου των δανείων το 2021, έναντι περίπου 20%, εάν δεν υλοποιηθεί η πρόταση.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σχέδιο της ΤτΕ διαφέρει από την πρόταση του ΤΧΣ για δημιουργία ενός οχήματος που εν μέρει θα χρηματοδοτηθεί από μετρητά από το Δημόσιο.

Πάντως, τον τελευταίο λόγο θα τον έχει ο SSM, που θα πρέπει να αποφανθεί ποια από τις προτάσεις είναι η πιο ορθή, ενώ η επικεφαλής του Ντανιέλ Νουί σε πρόσφατη δήλωσή της στο Ευρωκοινοβούλιο ανέφερε ότι η όλη κατάσταση είναι αρκετά περίπλοκη και βρίσκεται ακόμη στα πρώτα στάδιά της. «Είναι πολύ πολύ νωρίς. Στην πραγματικότητα, είναι ένα έργο σε εξέλιξη και δεν έχω δει κάτι συγκεκριμένο, μόνο ένα τηλεφώνημα με συναδέλφους» ανέφερε μιλώντας στους ευρωβουλευτές.

Τι ισχύει για την αναβαλλόμενη φορολογία

Με βάση τον υφιστάμενο ελληνικό νόμο, εάν μια τράπεζα από αρχές 2018 και εν συνεχεία εμφανίσει μία χρονιά ζημίες, υποχρεούται να υλοποιήσει αύξηση κεφαλαίου κατά το ύψος της ζημίας υπέρ του Δημοσίου. Για παράδειγμα, με ζημία 500 εκατ. ευρώ, το ελληνικό Δημόσιο μέσω του ΤΧΣ θα αποκτήσει μετοχές αξίας 500 εκατ. ευρώ με ανάλογη αύξηση κεφαλαίου χωρίς να εισφερθούν νέα κεφάλαια.

Οι τράπεζες λόγω του PSI+ και λόγω των σωρευμένων ζημιών από τα προβληματικά δάνεια βρέθηκαν με 21,2 δισ. αναβαλλόμενο φόρο σε συνολικά κεφάλαια 27,84 δισ. ευρώ.