Θ. Διαμαντόπουλος: Φοβάμαι και εκτιμώ ότι δεν θα επιλυθεί το ζήτημα της ΠΓΔΜ - Free Sunday
Θ. Διαμαντόπουλος: Φοβάμαι και εκτιμώ ότι δεν θα επιλυθεί το ζήτημα της ΠΓΔΜ

Θ. Διαμαντόπουλος: Φοβάμαι και εκτιμώ ότι δεν θα επιλυθεί το ζήτημα της ΠΓΔΜ

 

Μάλλον απαισιόδοξος για τις εξελίξεις σχετικά με το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ εμφανίζεται ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Θανάσης Διαμαντόπουλος, εκτιμώντας ότι η μεγάλη ευκαιρία για λύση χάθηκε το 1992. Παράλληλα, εκφράζει την ανησυχία ότι μια νέα αναβολή της λύσης θα έχει αρνητικά αποτελέσματα για την Ελλάδα.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα την εκτίμησή σας σχετικά με το πού βρισκόμαστε με το Σκοπιανό.

Θα ήθελα αρχικά να κάνω μια ευρύτερη παρατήρηση. Έχω μελετήσει διαχρονικά, στην πορεία της Ιστορίας μας, τις διαιρετικές τομές που έφεραν σε αντιπαράθεση τους Έλληνες. Μία από αυτές ήταν η αντιπαράθεση ανάμεσα στον πραγματισμό, και υπό την πίεση των περιστάσεων, των εκάστοτε κυβερνήσεων και τη δημαγωγία, τον λαϊκισμό, την πλειοδοσία και τη λαολειχία των εκάστοτε αντιπολιτεύσεων. Ακόμα κι ο Χαρίλαος Τρικούπης κατηγορούσε τον –αδικημένο ιστορικά– Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, διότι διεύρυνε τα σύνορα της Ελλάδας αναιμάκτως αλλά ανεπαρκώς.
Από κει και πέρα, το «αιώνιο χθες», που έλεγε ο Μαξ Βέμπερ, έχει βαρύτητα, δημιουργεί ιστορικό ασυνείδητο και το ιστορικό ασυνείδητο του λαού τον ωθεί ενίοτε στον ανορθολογισμό. Η Μακεδονία, για την Ελλάδα, για τους Έλληνες, για την ιστορική συνείδηση, έχει μια βαρύτητα. Ακόμα κι αν αφήσουμε τον μακεδονικό αγώνα –θυμίζω ότι η Ελλάδα έκανε δύο πολέμους για τη Μακεδονία, θυσίασε τον βασιλιά Γεώργιο και μέσω του Κωνσταντίνου χρησιμοποίησε τον Κάιζερ για να μπορέσει να φτάσει στην Καβάλα–, η στάση του ΚΚΕ για το Μακεδονικό έδωσε στην εθνικόφρονα παράταξη, τη Δεξιά, το συνεκτικό στοιχείο για την καταστολή της κομμουνιστικής επανάστασης.
Αυτό είναι το ιστορικό και ψυχολογικό πλαίσιο με το οποίο αντιμετωπίζεται η πραγματικότητα. Τώρα, νομίζω ότι έχουμε χάσει μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Αν αφήσουμε την Ιστορία και δούμε τα γεωπολιτικά δεδομένα, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ευεργετήθηκε με το «μπον φιλέ», με το να έχει περίπου όλες τις όχθες προς το Αιγαίο. Όμως στα βόρεια σύνορά της έχει χώρες που στερήθηκαν αυτής της εξόδου στο Αιγαίο. Βεβαίως, για τη Βουλγαρία η Ε.Ε. δημιουργεί τον ενιαίο οικονομικό χώρο, αλλά πάντα, υπό μια συγκυρία, μπορούν κι αυτοί να προσβλέπουν σε μια έξοδο στο Αιγαίο, που στο παρελθόν είχαν. Η Αλβανία έχει τα απωθημένα της τσαμουριάς και η Σερβία πάντα, από την εποχή του στρατηγού Πάγκαλου, προσέβλεπε στη Θεσσαλονίκη, τώρα, πάντως, έχει υποστεί την πολιτική διείσδυση της Ρωσίας του Πούτιν, που, σε συνδυασμό με την πολιτιστική διείσδυση που έχει κάνει και στην Ελλάδα, δημιουργεί ένα δεδομένο, αν μη τι άλλο, επικίνδυνο.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, το να είναι μέλος του ΝΑΤΟ ένα αδύναμο κράτος στα βόρεια σύνορά μας, κράτος περίκλειστο, χωρίς έξοδο στη θάλασσα, χωρίς σημαντικό στρατό και εθνολογικό μωσαϊκό, χωρίς συνοχή, θα ήταν ένα στοιχείο, κατά την άποψή μου, πολύ σημαντικό για τα συμφέροντα της χώρας και την ασφάλειά της και θα έπρεπε κάθε στοιχείο, κάθε παράγων συνεκτικότητας αυτού του κράτους να ευνοηθεί. Αν, δε, το όνομα προσέφερε συνεκτικότητα σε αυτό το μείγμα βουλγαρογενών Σλάβων, Αλβανών και άλλων στοιχείων, θα έπρεπε, ίσως, από το 1992 η ελληνική εξωτερική πολιτική να είναι ότι η επιλογή αυτού του ονόματος, που είναι κατά γενική παραδοχή τόσο συνδεδεμένο με την Ιστορία της Ελλάδας, υποδηλώνει τη βούληση του βόρειου γείτονά μας να χειραφετηθεί από τη φυλετική συγγένεια με τη Βουλγαρία και την ιστορική πολιτική συγγένεια με τη Γιουγκοσλαβία και να προσδεθεί πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά με την Ελλάδα. Μια τέτοια προσέγγιση θα επέτρεπε, πιθανόν, την πολιτική και οικονομική «δορυφοροποίηση» του γείτονά μας.
Αυτό δεν έγινε και με τις πλειοδοσίες μας οδηγήσαμε και τη χώρα αυτή –αφού χάθηκε η ευκαιρία του Γκλιγκόροφ, ο οποίος και λόγω ηλικίας είχε περιορισμένη αίσθηση του εσωτερικού πολιτικού κόστους– να παραδοθεί στα χέρια ακραίων εθνικιστών, όπως ο Γκρούεφσκι. Αυτό, πλέον, διόγκωσε το εθνικό φιλότιμο των Ελλήνων και η συμβιβαστική διάθεση που ήταν εθνωφελής, όσο ακόμα ήταν δυνατή (πριν επενδυθούν καριέρες πολιτικές ή θρησκευτικές στο περιβόητο όνομα του ακατονόμαστου βόρειου γείτονά μας), δεν είναι δυνατή χωρίς να προσβληθεί βαθιά το φιλότιμο του ελληνικού λαού. Κι αυτό δημιουργεί μια κυριαρχία ανορθολογισμού. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις, ακόμα και η ΝΔ του Μητσοτάκη, ο πατέρας του οποίου ήταν ο κατεξοχήν πρόμαχος του πολιτικού πραγματισμού, να υπαναχωρεί στα αναχώματα της ιστορικής συνείδησης. Φοβάμαι και εκτιμώ ότι δεν θα επιλυθεί το ζήτημα, εις βάρος της Ελλάδας. Η αναβολή στο μέλλον κρίσιμων ζητημάτων δεν είναι κάτι θετικό. Η παράταση του προβλήματος, της εκκρεμότητας του βόρειου γείτονά μας, με όλα τα στοιχεία αποδυνάμωσης της συνοχής του, που αυτό μπορεί να επιφέρει και, επομένως, να τον καθιστά ευάλωτο σε άλλες δυνάμεις που έχουν στόχο την εισβολή στα Βαλκάνια, είναι ακόμα πιο επικίνδυνο.
Αυτή είναι η κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποτιμώ το ενδεχόμενο ο Τσίπρας, παράλληλα με τη φιλοδοξία του να επιλύσει αυτό το «καρκίνωμα» της εξωτερικής πολιτικής, να το αντιμετώπισε και με όρους εσωτερικής πολιτικής, ως μια «ευπρεπή» ευκαιρία απόδρασης, στην οποία και στον πολιτικό σύμμαχό του, τον Καμμένο, θα έδινε τη δυνατότητα να αναβαπτιστεί από την πολιτική του τέφρα και στον ίδιο τον Τσίπρα να αναβαπτιστεί στην καθαρτήρια κολυμβήθρα της Αριστεράς, συν το ενδεχόμενο να διασπάσει τον δεξιό χώρο, δημιουργώντας δεξιά της ΝΔ ένα πολιτικό μόρφωμα.

Ωστόσο, βλέπουμε την κυβέρνηση να επιδιώκει να βρεθεί λύση. Θα τη συνέφερε να μη λυθεί το πρόβλημα;

Πιθανότατα ναι. Αν λάβουμε υπόψη ότι σύμφωνα με δημοσκοπήσεις ακόμα και μεταξύ των δυνάμει ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει εναντίωση σε οιονδήποτε συμβιβασμό, με όρους ιστορικούς δεν τη συμφέρει. Με όρους ιστορικούς, ο πρωθυπουργός που θα κατάφερνε να λύσει αυτό το χρονίζον πρόβλημα στα βόρεια σύνορά μας θα κατέγραφε έναν εθνικό τίτλο. Όμως με όρους εκλογικούς πιθανότατα τον συμφέρει, καθώς, όπως έλεγαν στη Γαλλία, το να πέσει ένας πρωθυπουργός προς τα αριστερά είναι στοιχείο επένδυσης στο πολιτικό του μέλλον. Ειδικά ο Τσίπρας, που προήλθε από πάρα πολύ αριστερά, που πρόδωσε σε οικονομικό και κοινωνικό και διεθνοπολιτικό επίπεδο περίπου οτιδήποτε πρέσβευε, προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία, η αναβάθμιση αυτή του επιτρέπει να περιχαρακώσει σε κάποιον βαθμό έναν χώρο, να κρατήσει την αριστερή του ταυτότητα και σε καλύτερες συγκυρίες να μπορεί να διεκδικήσει το αριστερό-κεντροαριστερό ημισφαίριο της πολιτικής ζωής.

Από την άλλη πλευρά, πώς κρίνετε τη στάση της ΝΔ;

Νομίζω ότι και ο Μητσοτάκης, αν συνομιλούσε με την Ιστορία, θα ακολουθούσε διαφορετική πολιτική. Ακολουθώντας την τακτική της ψηφοθηρίας κάθε αντιπολίτευσης, ενδεχομένως δεν συνομιλεί με την Ιστορία αλλά με την κάλπη, με την προοπτική των επόμενων εκλογών και, ως εκ τούτου, δεν θέλει να αποξενώσει και να αποξενωθεί από τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του, μια και η άφρων –κατά τα τελευταία 25 χρόνια– εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας οδήγησε το έθνος σε μια, κατά την άποψή μου, σκιαμαχία, σε μάχη οπισθοφυλακής και όχι διορατικότητας. Διότι μην ξεχνάμε ότι επενδύοντας το περιορισμένο διεθνοπολιτικό κεφάλαιο που έχει μια μικρή χώρα στο θέμα του ονόματος, χάνει τη δυνατότητα αποφασιστικής παρέμβασης σε πιο σημαντικά θέματα. Για παράδειγμα, δεν μπορέσαμε να αντιδράσουμε στο θέμα της ανεξαρτητοποίησης, στα βόρεια σύνορά μας, και της απόσχισης του Κοσόβου, που δημιουργεί ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο για αναθεώρηση συνόρων, κάτι που ασφαλώς δεν είναι στις προτεραιότητες μιας χώρας που δεν είναι αναθεωρητική, όπως η Ελλάδα, μια που στα 120 πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της ευεργετήθηκε από πέντε αλλεπάλληλες διευρύνσεις των συνόρων της.

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, φαίνεται ότι βρισκόμαστε και πάλι στο ζήτημα των πολιτικών διαιρέσεων που τόσο σας ενδιαφέρει…

Αν υπαινίσσεστε το έργο μου «Δέκα και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων – Οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα την περίοδο 1910-2017», ναι, πράγματι, κάθε φορά υπάρχει και μια διαφορετική αφορμή για να διαιρεθεί η χώρα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι περισσότερες διαιρετικές τομές είχαν και μια εθνική διάσταση. Ο Εθνικός Διχασμός είχε γερμανοφιλία ή αγγλοφιλία, με αποτέλεσμα οι μισοί Έλληνες να αντιμετωπίζουν τους άλλους μισούς ως προδότες. Ο Εμφύλιος του ’40 είχε επίσης μια διεθνοπολιτική διάσταση, από τη μια μεριά ήταν οι «ξενοκίνητοι», οι «εαμοβούλγαροι» και από την άλλη οι «υπόδουλοι» στον Βαν Φλιτ και τον Σκόμπι και στον ξένο παράγοντα. Και τώρα, δυστυχώς, επενδύεται το εθνοπατριωτικό στο ζήτημα αυτό και οι Έλληνες αρχίζουν πάλι να αντιμετωπίζονται από άλλους Έλληνες ως μειοδότες κ.λπ. Αυτό όμως πυροδοτείται από το πάγιο υπόστρωμα της διαιρετικότητας της χώρας μας, που είναι η ανευθυνότητα, η ψηφοθηρία, ο βραχύς χρονικός ορίζοντας κάθε αντιπολίτευσης που προσβλέπει παντί τρόπω στο να πάρει την εξουσία και όχι στο πώς θα την ασκήσει μετά.