Παναγιώτης Καρκατσούλης: «Δεν ενδιαφέρομαι για κλειστά κλαμπ ανθρώπων» - Free Sunday
Παναγιώτης Καρκατσούλης: «Δεν ενδιαφέρομαι για κλειστά κλαμπ ανθρώπων»

Παναγιώτης Καρκατσούλης: «Δεν ενδιαφέρομαι για κλειστά κλαμπ ανθρώπων»

Τους λόγους της αποχώρησης του Ποταμιού από το εγχείρημα του Κινήματος Αλλαγής (ΚΙΝΑΛ), αλλά και της δικής του απόφασης να παραμείνει στο Κίνημα, εξηγεί ο πρώην βουλευτής του Ποταμιού Παναγιώτης Καρκατσούλης. Παράλληλα, ασκεί δριμεία κριτική στην κυβέρνηση συνολικά αλλά και για την πολιτική της στον χώρο της δημόσιας διοίκησης.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα την άποψή σας σχετικά με την αποχώρηση του Ποταμιού από το ΚΙΝΑΛ. Πού αποδίδετε αυτή την απόφαση;

Υπάρχουν εμφανείς και αφανείς λόγοι για την αποχώρηση. Μεταξύ των εμφανών συμπεριλαμβάνονται οργανωτικές και διαδικαστικές δυσλειτουργίες του Κινήματος Αλλαγής. Αυτές επικαλέστηκε ο Σταύρος Θεοδωράκης για να δικαιολογήσει την απόφασή του να αποχωρήσει. Μεταξύ των αφανών λόγων ο σημαντικότερος είναι η διαφωνία του κ. Θεοδωράκη σε σχέση με την προοπτική και στρατηγική του Κινήματος. Αυτή εστιάζεται ιδίως στη διακηρυγμένη αντι-ΣΥΡΙΖΑ πολιτική του Κινήματος Αλλαγής, τόσο στο θέμα των εκλογών όσο και στο Μακεδονικό. Άλλα ζητήματα, σημαντικά οπωσδήποτε, που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα και την ψυχοσύνθεση καθενός εκ των συμμετεχόντων στο Κίνημα Αλλαγής, εκφεύγουν του δικού μου γνωστικού πεδίου.

Εσείς αποφασίσατε να παραμείνετε στο ΚΙΝΑΛ. Γιατί;

Πρώτον, διότι συμφωνώ με την πολιτική ατζέντα και τη συνακόλουθη στάση και πρακτική που ακολουθεί η κ. Γεννηματά. Οι προτάσεις του Κινήματος Αλλαγής, όπως διαμορφώθηκαν στο πρόσφατο συνέδριό μας, δίνουν πειστικές απαντήσεις στα μεγάλα διακυβεύματα της εποχής. Δεύτερον, διότι δεν μπορούσα να είμαι ανακόλουθος με την κοινή λογική που διαθέτω. Δεν μπορεί κάτι που πριν από λίγους μόνο μήνες ήταν σωστό και έσπευσα να το υποστηρίξω, δημόσια και ιδιωτικά, να δεχτώ τώρα ότι ήταν λάθος και θεραπεύεται μόνο με την αποχώρησή μου. Τρίτον, διότι η προσωπική μου απόφαση δραστηριοποίησης στην ενεργό πολιτική καθοδηγείται από τη διαθεσιμότητά μου να βοηθήσω έμπρακτα στην προώθηση και υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Συνεπώς δεν ενδιαφέρομαι για κλειστά κλαμπ ανθρώπων που ικανοποιούνται ανταλλάσσοντας απόψεις μεταξύ τους, αλλά για εργαστήρια δράσης στα πεδία πολιτικής.

Λίγους μήνες μετά το ιδρυτικό συνέδριο, ένα μείζον κομμάτι του ΚΙΝΑΛ αποχωρεί από το εγχείρημα. Τι κάνει κατά την άποψή σας τόσο δύσκολη τη δημιουργία ενός ενιαίου φορέα της κεντροαριστεράς στη χώρα;

Η πολιτική ανωριμότητα και οι προσωπικές στρατηγικές. Η ανωριμότητα τεκμηριώνεται με την αδυναμία συγκρότησης μιας πειστικής πολιτικής πρότασης που να αφορά την αξιολόγηση της σημερινής συγκυρίας και την πρόβλεψη του ορατού μέλλοντος. Η αντικειμενική αυτή αδυναμία μεγεθύνεται λόγω της πολύπλευρης ελληνικής κρίσης που έχει οδηγήσει σε ανακατατάξεις και κραδασμούς το πολιτικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση, η εύκολη λύση καταφυγής στις «ένδοξες ημέρες» του παρελθόντος δεν είναι λύση. Από την άλλη, η προσπάθεια δικαίωσης προσωπικών επιλογών και στρατηγικών δεν επαρκεί για τη βελτίωση της απήχησης του πολιτικού προτάγματος της παράταξης. Οι αντικειμενικές αυτές δυσκολίες αντισταθμίζονται από τη δηλωμένη επιθυμία ενός πολυάριθμου πλήθους που στηρίζει τη δημοκρατική παράταξη, καθώς και από τη συστηματική και συνεπή δουλειά που γίνεται, ιδίως κατά το τελευταίο διάστημα. Ελπίζω να αποδώσει καρπούς σύντομα.

Από δω και πέρα ποιες νομίζετε ότι πρέπει να είναι οι προτεραιότητες του ΚΙΝΑΛ;

Η σαφέστατη οριοθέτησή του έναντι του πολιτικά ατυπικού μορφώματος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Το Κίνημα Αλλαγής δεν πρέπει να διεκδικήσει εκείνους τους ψηφοφόρους που δέχονται ακόμη και σήμερα την παραπλανητική ρητορεία του αντιμνημονίου και αποδοκιμάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή τους «πρόδωσε». Η ατζέντα του αντιμνημονίου, καθώς και οι συναφείς άθλιες πρακτικές που συνόδευσαν τη μεγαλύτερη πομφόλυγα της Μεταπολίτευσης και αποσκοπούσαν στον εθνικό διχασμό, πρέπει να καταδικαστούν ανεπιφύλακτα. Το Κίνημα Αλλαγής, με τη σκληρή και πολλή δουλειά που απαιτείται, και με την υποστήριξη των στελεχών του, που διαρκώς αυξάνονται, πρέπει να καταλήξει σε μια ολιστική πρόταση διακυβέρνησης, που να μη στηρίζεται απλώς σε αρνήσεις ή σε εμβαλωματικές λύσεις αλλά σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις.

Η κυβέρνηση κατηγορεί το ΚΙΝΑΛ ότι συχνά εμφανίζεται να ταυτίζεται με τη ΝΔ. Το σχόλιό σας;

Προσωπικώς, δεν το εκλαμβάνω ως ψόγο. Έχουμε διαφορές με τη ΝΔ και ως προς την ανάλυση του εξωτερικού περιβάλλοντός μας και, ιδίως, ως προς το μείγμα πολιτικής που πρέπει να ακολουθηθεί για να βγούμε από την κρίση. Πίσω από τη συριζαϊκή προπαγάνδα, όμως, υφέρπει η προσπάθεια χειραγώγησης του ευάλωτου ψηφοφόρου ότι εμείς έχουμε εγκαταλείψει την κοινή μας αφετηρία. Σύμφωνα με τη δική τους προπαγάνδα, υπάρχει μια διαιρετική τομή, της οποίας το περιεχόμενο παραμένει αναλλοίωτο, και δεν είναι άλλη από τη «δεξιά» και την «αριστερά». Εμείς και αυτοί υποτίθεται ότι ανήκουμε στην ίδια πλευρά, την «αριστερά». Ουδέν ψευδέστερο: ο ασκών την εξουσία «φασιστερός» συνασπισμός δεν παραπέμπει σε καμία ιδεολογική καταβολή. Είναι ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων προσώπων που διακατέχονται από ένα και μόνο κίνητρο: τη διατήρηση της εξουσίας πάση θυσία. Η ανηθικότητα και ο κυνισμός με τον οποίο κυβερνούν παραπέμπει περισσότερο σε συμμορία παρά σε οργανωμένο κόμμα με κανόνες και αρχές.

Για να περάσουμε στον τομέα που σας αφορά κατεξοχήν, ποια είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ελληνικό Δημόσιο μετά από σχεδόν δέκα χρόνια κρίσης;

Το ελληνικό Δημόσιο είναι μικρότερο, ασθενέστερο, αλλά εξίσου πελατειακό, αναποτελεσματικό και αντιπαραγωγικό. Η προκρούστεια πολιτική λιτότητας που εφαρμόστηκε από τους δανειστές και τις ελληνικές κυβερνήσεις άφησε ανάγλυφο το αποτύπωμά της στο Δημόσιο. Πάνω από 150.000 υπάλληλοι έφυγαν –δυστυχώς, όχι οι χειρότεροι αλλά οι καλύτεροι–, οι μισθοί εξανεμίστηκαν και οι υπηρεσίες υπολειτουργούν. Στην κορυφή αυτών των προβλημάτων προστέθηκε ο νεο-πελατειασμός που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια άγρια πολιτική φαβοριτισμού που μπορεί να συγκριθεί με άλλες θλιβερές στιγμές του ελληνικού Δημοσίου, όταν είχε εξοβελιστεί κάθε έννοια αξιοκρατίας. Κάποιες μεταρρυθμίσεις ήσσονος σημασίας, όπως η φερόμενη ως «αξιολόγηση» (σύμφωνα με την οποία όλοι αξιολογούν όλους, και ουδέν στη συνέχεια) ή η αντικειμενική επιλογή γραμματέων των υπουργείων, κατέληξαν σε φιάσκο.

Έχετε ασκήσει κατά καιρούς δριμεία κριτική στην κυβέρνηση για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τα ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία του Δημοσίου. Γιατί;

Διότι είναι η πρώτη, μετά τη Μεταπολίτευση, κυβέρνηση που βιάζει απροκάλυπτα τη νομιμότητα, ψηφίζοντας νόμους που μόνο κατά τον τύπο είναι νόμιμοι: 66% των νόμων που έχουν ψηφίσει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν συνοδεύονται καν με έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Δεν συζητάμε για τις επιπτώσεις των ρυθμίσεων αυτών στην αγορά, στην απασχόληση, στην οικονομία. Είναι η πρώτη κυβέρνηση που εγκατέστησε έναν στρατό κομματικών γκαουλάιτερ στα υπουργεία, τους οποίους αμείβει με το διπλάσιο των αμοιβών που παίρνει ένας επαγγελματίας δημόσιος υπάλληλος. Είναι η πρώτη κυβέρνηση με την οποία αυξάνεται το μισθολογικό κόστος, ενώ η ποιότητα των υπηρεσιών είναι στα τάρταρα.

Τελικά πόσο «μεγάλο» είναι το ελληνικό Δημόσιο; Ή μήπως τελικά τα προβλήματά του δεν έχουν να κάνουν και τόσο με το μέγεθός του;

Σε απόλυτους αριθμούς (εάν δηλαδή συγκριθεί ο αριθμός των υπαλλήλων προς τον συνολικό πληθυσμό) το Δημόσιο δεν είναι μεγάλο. Είναι όμως πολύ κακά οργανωμένο και η λειτουργία του είναι εξόχως προβληματική. Κάνει «στα χαρτιά» πολλά, εκ των οποίων τα περισσότερα άχρηστα, οι δομές του επικαλύπτονται, με αποτέλεσμα τη σπατάλη χρόνου και χρήματος και τη δημιουργία εστιών διαφθοράς. Στο Δημόσιο λείπει ένα στρατηγικό σχέδιο αναδιοργάνωσής του που θα απαντάει στο ένα και μοναδικό ερώτημα: πώς αποκόπτεται ο ομφάλιος λώρος που συνδέει το κόμμα με το Δημόσιο. Η αλλαγή του Δημοσίου δεν είναι τεχνικό πρόβλημα. Είναι βαθύτατα πολιτικό και αποτελεί το διακύβευμα της επόμενης κυβέρνησης. Πιστεύω δε ακράδαντα ότι μόνο η μεταρρύθμισή του μπορεί να εγγυηθεί τη βιώσιμη έξοδό μας από την κρίση.