Δρ. Θάνος Π. Ντόκος: «Η επιδείνωση των σχέσεων Μόσχας-Αθήνας αποτελεί δυσάρεστη εξέλιξη» - Free Sunday
Δρ. Θάνος Π. Ντόκος: «Η επιδείνωση των σχέσεων Μόσχας-Αθήνας αποτελεί δυσάρεστη εξέλιξη»

Δρ. Θάνος Π. Ντόκος: «Η επιδείνωση των σχέσεων Μόσχας-Αθήνας αποτελεί δυσάρεστη εξέλιξη»

Την ανάγκη η επιδείνωση των σχέσεων Αθήνας-Μόσχας, με φόντο το Σκοπιανό, να διαρκέσει κατά το δυνατόν λιγότερο υπογραμμίζει ο δρ. Θάνος Π. Ντόκος, γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, επισημαίνοντας, πάντως, ότι οι αναβαθμισμένες ρωσοτουρκικές σχέσεις δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ρωσικής στήριξης στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών εντάσεων.

Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται επιδείνωση των σχέσεων Αθήνας-Μόσχας με φόντο το Σκοπιανό. Κατ’ αρχάς, πού αποδίδετε εσείς αυτή την κατάσταση;

Στη ευρύτερη περιοχή διακυβεύονται σημαντικά συμφέροντα, όπως, για παράδειγμα, ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Ρωσίας για τον έλεγχο των Δυτικών Βαλκανίων (και ειδικότερα της Σερβίας), οι ολοένα στενότερες σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας που έχουν προκαλέσει προβληματισμό στην Ελλάδα και οι συνεχιζόμενες δυσκολίες στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, που έχουν φέρει και τη χώρα μας κοντύτερα στις ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια εκμετάλλευσης του γεωπολιτικού κενού.

Θεωρείτε ότι στέκουν οι πληροφορίες για χρηματισμό Ελλήνων από Ρώσους για ενίσχυση των αντιδράσεων κατά της συμφωνίας των Πρεσπών;

Οι αντιδράσεις κατά της συμφωνίας των Πρεσπών –δικαιολογημένες ή όχι– φαίνεται ότι ήταν αρκετά έντονες ούτως ή άλλως, χωρίς την ανάγκη εξωτερικής παρέμβασης. Δεν αποκλείεται, πάντως, κάποιος να σκέφτηκε ότι είναι μια καλή ευκαιρία να μετατραπεί ο «ισχυρός άνεμος» σε «θύελλα». Σε κάθε περίπτωση, η χρήση οικονομικών πόρων για την οικοδόμηση δικτύων επιρροής και τον επηρεασμό συγκεκριμένων ατόμων ή γενικότερα της κοινής γνώμης σε μια τρίτη χώρα δεν αποτελεί καινοφανή μέθοδο, ιδιαίτερα για τις μεγάλες δυνάμεις.

Πώς πιστεύετε ότι θα απαντήσει η Μόσχα στις απελάσεις Ρώσων διπλωματών;

Παρά τη μακροχρόνια ελληνορωσική φιλία και παρά το γεγονός ότι η χώρα μας διαφοροποιήθηκε από την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών και δεν απέλασε Ρώσους διπλωμάτες με αφορμή την υπόθεση Σκριπάλ, η Μόσχα αφήνει να εννοηθεί ότι θα αντιδράσει όχι μόνο με την ακύρωση της προγραμματισμένης για το φθινόπωρο επίσκεψης του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ αλλά και με απελάσεις Ελλήνων διπλωματών.

Γενικότερα, τι σημαίνουν όλα αυτά για τις ελληνορωσικές σχέσεις;

Πάγια θέση του ΕΛΙΑΜΕΠ, όπως εκφράζεται και στη Λευκή Βίβλο για την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Άμυνα και Ασφάλεια (Αθήνα, 2016), είναι ότι τα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα της Ελλάδας εξυπηρετούνται πιο αποτελεσματικά από την παραμονή και δραστηριοποίηση της χώρας εντός του ευρωατλαντικού χώρου. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια αναβάθμισης της πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας με άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσία έχει τα τελευταία χρόνια αναβαθμίσει σημαντικά τις πολιτικές, οικονομικές και ενεργειακές σχέσεις της με την Τουρκία, και άρα δεν θα ήταν ρεαλιστικό να περιμένουμε ουσιαστική ρωσική στήριξη στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών εντάσεων, η διαφαινόμενη σημαντική επιδείνωση των σχέσεων Μόσχας-Αθήνας αποτελεί σαφέστατα μια δυσάρεστη εξέλιξη και θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια να έχει περιορισμένη διάρκεια.

Για να κάνουμε ένα βήμα πίσω, σε ποιο σημείο βρισκόμαστε σχετικά με τη συμφωνία Αθήνας-Σκοπίων για την επίλυση του Σκοπιανού;

Η ΠΓΔΜ πήρε πρόσκληση για έναρξη διαπραγματεύσεων για ένταξη στο ΝΑΤΟ με χρονικό ορίζοντα τον Δεκέμβριο του 2019, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιλυθεί οριστικά η διαμάχη με την Ελλάδα για το ονοματολογικό. Το πρώτο διάβασμα της σχετικής απόφασης της Συμμαχίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απαιτείται η επικύρωση της συμφωνίας και από τα δύο μέρη. Δεν είναι ξεκάθαρο τι θα συμβεί αν μόνο η Ελλάδα δεν επικυρώσει. Σε κάθε περίπτωση, η μπάλα είναι στην πλευρά των Σκοπίων. Απαιτείται η διεξαγωγή δημοψηφίσματος (πιθανόν τον Σεπτέμβριο του 2018) και εν συνεχεία η αλλαγή του Συντάγματος από τη Βουλή (Δεκέμβριος 2018 - Ιανουάριος 2019). Εφόσον αυτά υλοποιηθούν, θα κληθεί η ελληνική Βουλή να επικυρώσει τη συμφωνία.

Θεωρείτε ότι η κυβέρνηση Ζάεφ θα καταφέρει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της, όπως αυτές απορρέουν από τη συμφωνία; Και, αν ναι, τι μπορεί να κάνει η Αθήνα;

Μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει κανείς αυτή τη στιγμή. Η επικράτηση του «ναι στη συμφωνία» θα πρέπει να θεωρείται πιθανή, αλλά σε καμία περίπτωση απολύτως δεδομένη (καθώς δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν την κοινή γνώμη διχασμένη, με ελαφρώς αρνητικές τάσεις). Η αλλαγή του Συντάγματος από τη Βουλή της ΠΓΔΜ δεν θα είναι απλή υπόθεση, καθώς απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία. Δεν αποκλείεται ο κ. Ζάεφ να πάει σε έκτακτες εκλογές αν κερδίσει το δημοψήφισμα αλλά δεν έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία στη Βουλή. Όλα αυτά επιμηκύνουν τον χρόνο υλοποίησης των δεσμεύσεων της γειτονικής χώρας, με υψηλή πιθανότητα να έχει ξεκινήσει η προεκλογική περίοδος στην Ελλάδα και η κυβέρνηση να μεταθέσει την επικύρωση της συμφωνίας για την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο.

Από την πλευρά του ο Ζάεφ έκανε λόγο για παρεμβάσεις εντός της ΠΓΔΜ και προσπάθειες ενίσχυσης όσων αντιδρούν στη συμφωνία. Το σχόλιό σας;

Στην ΠΓΔΜ υπάρχουν ισχυρές πολιτικές δυνάμεις (και ειδικότερα το πρώην κυβερνητικό κόμμα VMRO) και συμφέροντα (εσωτερικά και εξωτερικά) που αντιτίθενται σε μια επίλυση της ονοματολογικής διαμάχης με την Ελλάδα, είτε λόγω του περιεχομένου της συμφωνίας των Πρεσπών είτε επειδή η συμφωνία ανοίγει τον δρόμο για ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Παρ’ ότι οι επιδιώξεις είναι διαφορετικές, ο στόχος είναι κοινός: να μην επικυρωθεί η συμφωνία. Στο πλαίσιο αυτό, είναι πιθανό να υπήρξε συνεργασία μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων πλευρών.

Για να αλλάξουμε εντελώς κλίμα, το τελευταίο διάστημα είχαμε δύο ηχηρότατες παρεμβάσεις του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Κατ’ αρχάς, έχουμε καταλάβει τι ακριβώς επιδιώκει ο Τραμπ με το ΝΑΤΟ;

Η αύξηση της συμμετοχής των Ευρωπαίων συμμάχων (και του Καναδά) στα αμυντικά βάρη του ΝΑΤΟ αποτελεί παλαιά αμερικανική επιδίωξη και ανάλογες προτροπές και πιέσεις (σε τελείως διαφορετικό ύφος, βεβαίως) έχουν εκφραστεί και από άλλους Προέδρους των ΗΠΑ. Στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στις Βρυξέλλες, ο κ. Τραμπ διατύπωσε την καινοφανή θέση ότι δεν αρκεί η αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, αλλά πρέπει να φτάσει στο εξωπραγματικό 4%. Πέραν αυτού, οι δηλώσεις του κ. Τραμπ προκαλούν ανησυχία και αβεβαιότητα για το αν οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ασπάζονται τη βασικότερη αρχή της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, τη συλλογική άμυνα, όπως προβλέπεται από το άρθρο 5 της Συμμαχίας. Η ανησυχία είναι εντονότερη στις βαλτικές χώρες και την Πολωνία, που αισθάνονται ότι απειλούνται από τη Ρωσία. Η δε απειλή εμπορικού πολέμου Ε.Ε.-ΗΠΑ, που επικρέμαται το τελευταίο διάστημα, κάνει τους Ευρωπαίους να αναρωτιούνται αν ο κ. Τραμπ εξακολουθεί να τους βλέπει ως συμμάχους ή τους αντιμετωπίζει πλέον ως ανταγωνιστές.

Επίσης, τι προσλάβατε από τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν;

Ενώ είναι ορθή η γενική τοποθέτηση του κ. Τραμπ ότι οι αμερικανορωσικές σχέσεις πρέπει οπωσδήποτε να βελτιωθούν, καθώς εκτός από τις διαφωνίες υπάρχουν και κοινά συμφέροντα (κάτι που ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και για τις σχέσεις Ευρώπης-Ρωσίας), δεν διαφάνηκε από τις δηλώσεις των δύο ηγετών πώς ακριβώς σκοπεύουν να προχωρήσουν στην επιθυμητή κατεύθυνση. Όπως συνέβη με τη συνάντηση Τραμπ - Κιμ Γιονγκ Ουν (του ηγέτη της Βόρειας Κορέας), και η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν φαίνεται να ήταν κυρίως επικοινωνιακού χαρακτήρα, χωρίς να υπάρξει συμφωνία σε έναν οδικό χάρτη για τα επόμενα βήματα. Εξάλλου, τεράστια εσωτερικά προβλήματα έχει προκαλέσει η δήλωση Τραμπ –την οποία αργότερα ανακάλεσε– ότι εμπιστεύεται τη Ρωσία περισσότερο από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών.