Κωνσταντίνος Φίλης: «Στο κομμάτι της γλώσσας και της ιθαγένειας η ελληνική πλευρά έκανε παραχωρήσεις» - Free Sunday
Κωνσταντίνος Φίλης: «Στο κομμάτι της γλώσσας και της ιθαγένειας η ελληνική πλευρά έκανε παραχωρήσεις»

Κωνσταντίνος Φίλης: «Στο κομμάτι της γλώσσας και της ιθαγένειας η ελληνική πλευρά έκανε παραχωρήσεις»

Παραχωρήσεις από την πλευρά της Ελλάδας στο ζήτημα της γλώσσας και της ιθαγένειας στο πλαίσιο της Συμφωνίας των Πρεσπών με την ΠΓΔΜ διαπιστώνει ο δρ. Κωνσταντίνος Φίλης, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, προσθέτοντας ότι πολλά θα κριθούν από τη στάση της Ε.Ε. έναντι του αιτήματος της χώρας για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, σε ποια φάση μπαίνουμε σχετικά με το «Σκοπιανό»;

Από τη στιγμή που θα ψηφιστεί η Συμφωνία των Πρεσπών, πλέον υποκαθιστά την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, η οποία είχε συγκεκριμένες πρόνοιες, αλλά και προβλήματα, για την ελληνική πλευρά, η οποία είχε παραβιαστεί αρκετές φορές, κυρίως από την πλευρά της ΠΓΔΜ, αλλά και από τη δική μας, εξού και η καταδίκη από το Διεθνές Δικαστήριο, και πλέον η ονομασία που θα καλούμε τη γείτονα χώρα θα είναι Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Και εφόσον ισχύσει το erga omnes, αυτό σημαίνει ότι η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας θα αποκαλείται έτσι και από τις υπόλοιπες χώρες, αλλά και στο εσωτερικό της. Βέβαια, δεν θα πρέπει να περιμένουμε από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνουν όλες οι ενδεδειγμένες αλλαγές. Υπάρχει ένα χρονοδιάγραμμα στη συμφωνία, όπου θα γίνουν κι εκεί, πάντως, εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, όλες οι αναγκαίες αλλαγές και διορθώσεις, ώστε η χώρα αυτή να αλλάξει το όνομά της.

Γιατί είπατε «εφόσον ισχύσει το erga omnes»; Υπάρχει περίπτωση να μη συμβεί κάτι τέτοιο;

Το θέτω ως «υπό την προϋπόθεση». Υπάρχει μια σχετική ανησυχία, ότι υπάρχουν χώρες οι οποίες ενδεχομένως θα ήθελαν να τορπιλίσουν ή να υπονομεύσουν τη συμφωνία. Αν δηλαδή θα επιλέξουν, έστω για τους τύπους, να καλούν αυτή τη χώρα «Μακεδονία». Αν και είναι αλήθεια ότι δύο από τις πλέον επίφοβες για κάτι τέτοιο, η Ρωσία και η Τουρκία, έχουν πει ότι θα την καλούν με το νέο της όνομα. Η Τουρκία έχει αυτόν τον περιορισμό ως κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ και η Ρωσία νομίζω ότι θα εστιάσει την προσοχή της σε άλλα ζητήματα και άλλες αδυναμίες της συμφωνίας, αλλά και γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή, που μπορεί να αξιοποιήσει –εννοώ τα υπάρχοντα καθεστώτα, τους εθνικισμούς κ.ο.κ.– και κάποια στιγμή θα αφήσει πίσω της κομμάτι της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Βέβαια, το «κάποια στιγμή» είναι πολύ σχετικό, διότι η γείτονα χώρα έχει δύο χρονικά ορόσημα μπροστά της. Το ένα έχει να κάνει με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, για την οποία η κύρωση των πρωτοκόλλων από την Ελλάδα μπορεί να ξεκινήσει μέσα στις επόμενες εβδομάδες, αλλά η πλήρης ένταξη δεν θα γίνει πριν από το πέρας περίπου ενάμιση χρόνου. Το δεύτερο ορόσημο είναι του Ιουνίου σε σχέση με την Ε.Ε., όπου αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επαναλάβει τη θέση του περασμένου Ιουνίου, θα δημιουργηθεί πρόσφορο έδαφος για χώρες όπως η Ρωσία να επιχειρήσουν να προσεταιριστούν κυρίως το σλαβομακεδονικό στοιχείο, το οποίο και απογοητευμένο είναι, τουλάχιστον το μισό από αυτό, από τη Συμφωνία των Πρεσπών, καθώς θεωρεί ότι η χώρα έκανε σημαντικές παραχωρήσεις, αλλά και δεν θα βλέπει την προοπτική η συμφωνία αυτή να τους φέρει πιο κοντά στην Ε.Ε. Άρα εκεί θα μπορούσε η Ρωσία να στρέψει την προσοχή της και να οικειοποιηθεί αυτό το κομμάτι της ΠΓΔΜ, με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στο μέλλον.

Δύο σοβαρές ενστάσεις που ήγειρε η αντιπολίτευση στην Ελλάδα αφορούν τη γλώσσα και την εθνότητα της ΠΓΔΜ. Πιστεύετε ότι έχουν βάση οι ενστάσεις αυτές;

Πρώτον, η συμφωνία δεν μπορεί να καλύψει εκ των πραγμάτων το ζήτημα λαού και εθνότητας. Η συμφωνία θα μπορούσε να είχε εντρυφήσει στο ονοματολογικό και ακόμα και το ζήτημα της γλώσσας θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι εκ του περισσού. Και, πάντως, μια διακρατική συμφωνία δεν μπορεί να ορίσει ταυτότητα και εθνότητα, διότι το έθνος είναι υπέρτερο του κράτους και, άρα, δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Όμως στο κομμάτι της γλώσσας, όπως και στο κομμάτι της ιθαγένειας, είναι προφανές ότι η ελληνική πλευρά αποφάσισε να κάνει τις παραχωρήσεις της. Δηλαδή, και από την αρχή υποστηρίζω, και όχι μόνο εγώ, ότι η Ελλάδα έκανε παραχωρήσεις σε αυτά τα δύο σημεία. Δεν μπορεί ο κάτοικος μιας χώρας που λέγεται «Βόρεια Μακεδονία» να μην είναι «βορειομακεδόνας» και να πρέπει να γίνεται η διευκρίνιση μετά από μια κάθετο «/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας».

Είναι σαφές ότι εδώ η κυβέρνηση έκανε την επιλογή να κάνει μια σοβαρή παραχώρηση, διότι με βάση την κοινή λογική θα έπρεπε η ιθαγένεια να είναι βορειομακεδονική. Ως προς τη γλώσσα, δε, κρυπτόμενοι πίσω από την τρίτη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ του 1977, ισχυριζόμαστε ότι αφού τότε αναγνωρίσαμε μακεδονική γλώσσα, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Η άποψή μου είναι ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε αυτή την πραγματικότητα, ακόμα και σε συνεργασία με άλλες δυνάμεις, όπως είναι η Βουλγαρία, που έχει πολύ σκληρές θέσεις γι’ αυτό το θέμα. Αλλά αν δεν θέλαμε να εμπλέξουμε κάποια τρίτη δύναμη, νομίζω ότι και πάλι θα μπορούσαμε να βρούμε έναν προσδιορισμό που να είναι και πιο ακριβής. Όμως δεν το κάναμε, γιατί αποφασίσαμε να κάνουμε τις δικές μας παραχωρήσεις σε αυτά τα δύο θέματα, προσδοκώντας ότι με αυτόν τον τρόπο η συμφωνία θα μπορούσε να περάσει από τη γείτονα χώρα, άρα να γίνει πραγματικότητα, και κατ’ επέκταση ευελπιστώντας ότι υλοποιώντας τη συμφωνία μπορεί η Ελλάδα να ωφεληθεί στο μέλλον, αξιοποιώντας το κλείσιμο ενός μετώπου, όπως το ονοματολογικό. Εγώ απλώς προσθέτω εδώ ότι για να έχει νόημα, θα πρέπει η εκκρεμότητα αυτή να κλείσει με τρόπο οριστικό, αμετάκλητο και βιώσιμο. Να μην υπάρχουν γκρίζα σημεία τα οποία μπορεί η άλλη πλευρά να εκμεταλλευτεί στο μέλλον για να εγείρει ζητήματα.