Αλέξανδρος Μαλλιάς: Πιστεύω ότι είναι προς όφελος της Ελλάδας και θέλω να πιστεύω και της Τουρκίας να έχουμε προβλέψιμες σχέσεις - Free Sunday
Αλέξανδρος Μαλλιάς: Πιστεύω ότι είναι προς όφελος της Ελλάδας και θέλω να πιστεύω και της Τουρκίας να έχουμε προβλέψιμες σχέσεις

Αλέξανδρος Μαλλιάς: Πιστεύω ότι είναι προς όφελος της Ελλάδας και θέλω να πιστεύω και της Τουρκίας να έχουμε προβλέψιμες σχέσεις

Την ευχή για «προβλεψιμότητα» στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας εκφράζει ο πρέσβης επί τιμή Αλέξανδρος Μαλλιάς με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στην Άγκυρα και τη συνάντησή του με τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Παράλληλα, επισημαίνει ότι η Αθήνα θα πρέπει να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς και επισταμένως την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών (την οποία και έχει αναλύσει στο βιβλίο του «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία – Η Αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών») από τα Σκόπια για τυχόν παρεκκλίσεις.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να μιλήσουμε για το πρόσφατο ταξίδι του πρωθυπουργού στην Τουρκία και τη συνάντησή του με τον Τούρκο Πρόεδρο. Ποια είναι τα συμπεράσματά σας;

Η επίσκεψη κάθε Έλληνα πρωθυπουργού και οι συναντήσεις για κρίσιμα θέματα, όπως αυτή στην Τουρκία, θα πρέπει να αναλύεται με ψυχραιμία και «ψυχρότητα», καθώς πιστεύω ότι αυτό συνάδει με αυτό που ονομάζουμε «συνέχεια του κράτους». Νομίζω ότι η επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Τουρκία έγινε σε μια περίοδο κατά την οποία στην Ελλάδα υπάρχει ένα χάσμα και μεγάλη θεμελιώδης διαφωνία: αν δηλαδή είμαστε μια χώρα που έχει κερδίσει από τις κινήσεις που γίνονται στην εξωτερική πολιτική ή αν είμαστε μια χώρα που συνεχώς χάνει. Η συζήτηση αυτή δεν γίνεται για πρώτη φορά, αλλά αυτή τη φορά γίνεται πιο έντονα, πιο ζωηρά και με διχαστικά αποτελέσματα, σε συνέχεια του τρόπου διαπραγμάτευσης, της υπογραφής και της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η επίσκεψη έγινε την επαύριον μιας δύσκολης συζήτησης στη Βουλή, σε στιγμή που η πολιτική, η κοινωνική και η εθνική συνοχή βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό σημείο ισορροπίας.

Από την άλλη πλευρά, εκτιμώ ότι ο πρωθυπουργός θεώρησε ότι τα διεθνή του διαπιστευτήρια –και αυτή είναι η ανάλυση στην κυβέρνηση– είναι ισχυρά και ότι η επίσκεψή του στην Τουρκία έγινε σε καθεστώς ευνοϊκής προδιάθεσης έναντι της Ελλάδας, κυρίως από την πλευρά ορισμένων ευρωπαϊκών ηγεσιών και, κατά την εκτίμησή μου, και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της Ουάσινγκτον.

Από κει και πέρα, η ανάλυση της επίσκεψης έχει τέσσερις διαστάσεις: αποτελέσματα ορατά ή δυσδιάκριτα, άμεσα και μελλοντικά. Εμείς μπορούμε να συζητήσουμε μόνο για τα ορατά και τα άμεσα, καθώς δεν έχουμε πληροφόρηση, παρά μόνο εκτιμήσεις, για το τι συζητήθηκε στην κατ’ ιδίαν συνάντηση του πρωθυπουργού και του Προέδρου της Τουρκίας, συζήτηση που συνεχίστηκε και στο επίσημο δείπνο. Από τα ορατά, εκείνο που βλέπω είναι ότι η επίσκεψη αυτή προετοιμάστηκε καλύτερα σε σχέση με τη δύσκολη και «δύσπεπτη» επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Αθήνα και στην Κομοτηνή τον Δεκέμβριο του 2017. Και προετοιμάστηκε καλύτερα διότι δόθηκε περισσότερος «χώρος» στους Έλληνες διπλωμάτες να εμπλακούν στην προετοιμασία της. Η καλύτερη αυτή προετοιμασία φαίνεται και από το γεγονός ότι οι δηλώσεις του πρωθυπουργού και του Ερντογάν έγιναν κατά τρόπο τέτοιον ώστε ναι μεν η κάθε πλευρά να καταθέσει τις δικές της θέσεις, χωρίς όμως να ξεπεράσει ένα «ανεκτό» από την άλλη πλευρά σημείο. Οι δηλώσεις αυτές δεν προσέθεσαν νέα «αγκάθια», γιατί κάθε φορά η Τουρκία προσθέτει και νέα.

Θα έλεγα ότι με ενόχλησε –και ξέρω ότι δεν έχω την αποκλειστικότητα– η εσκεμμένη ανακοίνωση από πλευράς της τουρκικής κυβέρνησης και ειδικά του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών της επικήρυξης των οκτώ Τούρκων αξιωματικών που έχουν λάβει πολιτικό άσυλο από την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι δίνονται κίνητρα οικονομικά σε κάποιους στην Ελλάδα ή έξω από τη χώρα να έρθουν στη χώρα, να παραβιάσουν το συνταγματικό πλαίσιο και το ελληνικό νομικό πλαίσιο, το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο που είναι προσαρμοσμένο στις Διεθνείς Συμβάσεις του ΟΗΕ, και ή να καταδώσουν τους «οκτώ» ή να τους απαγάγουν. Θεωρώ ότι είναι μια ενοχλητική παρέμβαση στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και άλλη μια προσβολή της εθνικής μας κυριαρχίας.

Από την άλλη, είναι θετικό σημείο η επίσκεψη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εύχομαι αυτή η επίσκεψη να μην έχει «αντιπαροχές» όσον αφορά τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη. Εύχομαι αυτή η επίσκεψη να είναι η αρχή μιας διαδικασίας που θα οδηγήσει στην επαναλειτουργία της Σχολής. Διότι, όπως είπε και ο Πρόεδρος Ερντογάν, δεν είναι μουσείο ή αξιοθέατο, συμβολίζει κάτι, είναι ένα διδασκαλείο και πρέπει να ανοίξουν οι πόρτες της για νέους σπουδαστές.

Από δω και πέρα, ποιες κινήσεις περιμένετε από την Τουρκία;

Αναμφίβολα η Τουρκία και ο Πρόεδρος Ερντογάν έχουν πολλά ανοιχτά ζητήματα και θα έλεγα ότι τα πιο «φλέγοντα» είναι το Κουρδικό και οι γκιουλενιστές. Πλέον η Τουρκία έχει δύο εσωτερικά μέτωπα –Κούρδους και γκιουλενιστές–, με τους τελευταίους να θεωρούνται απειλητικότερος αντίπαλος, από τον Ερντογάν και το ΑΚΡ, σε σχέση με τους Κούρδους. Πιστεύω ότι είναι προς όφελος της Ελλάδας και θέλω να πιστεύω και της Τουρκίας να έχουμε προβλέψιμες σχέσεις. Θα ήταν αφέλεια να πιστεύουμε ότι μια επίσκεψη οιουδήποτε Έλληνα πρωθυπουργού θα άλλαζε την κατάσταση και θα έλεγα ότι θα ήταν επίτευγμα αν μπορούμε να έχουμε προβλέψιμες σχέσεις, ήτοι αποκλιμάκωση των εντάσεων που προκαλεί η Τουρκία στο Αιγαίο και στην περιοχή του Καστελόριζου. Επίσης, στην Κύπρο. Από κει και πέρα, αν δούμε τα πράγματα όπως εξελίσσονται μέσω των στοιχείων του ΓΕΕΘΑ, από τον Φεβρουάριο του 2015 συνεχώς μέχρι σήμερα δεν έχουμε κανέναν λόγο να εφησυχάζουμε, καθώς βιώνουμε την καθημερινή απειλή. Δεν πιστεύω ότι η Τουρκία θα μειώσει μονομερώς την ένταση, αλλά θα ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδας να δούμε μέχρι ποιου σημείου θα ήταν διατεθειμένη να φτάσει η Τουρκία για την αποκλιμάκωση των προκλήσεών της. Βεβαίως η δική μας μέριμνα και φροντίδα θα μπορούσε να ήταν να ενεργοποιούνται διαρκώς οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Άγκυρα, ώστε να προληφθούν και να αποφευχθούν επεισόδια που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε κρίσεις, σε «θερμά» επεισόδια.

Επειδή είπα ήδη ότι η Τουρκία μονομερώς δεν πρόκειται να σταματήσει, θα ζητήσει από την Ελλάδα, όπως συνηθίζει, ορισμένα ανταλλάγματα και αντιπαροχές, προκειμένου να μεταβούμε σε καθεστώς «ηρεμίας». Αν οι παροχές συνδυάζονται με μείωση των εκδηλώσεων άσκησης της εθνικής μας κυριαρχίας στον θαλάσσιο χώρο, αυτό θα ήταν μια δυσάρεστη εξέλιξη. Επίσης, για τη Θράκη, τα τελευταία 50 χρόνια περισσότερα λάθη έχουν κάνει οι ελληνικές κυβερνήσεις στην πολιτική μας εκεί σε σχέση με τα αποτελέσματα που δημιουργούν ή θέλουν να προκαλέσουν οι διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις. Τα μέτρα που αποφασίζονται για τη Θράκη θα πρέπει να είναι εθνικά μέτρα, εθνική πολιτική και, πάνω απ’ όλα, να έχουν συνέχεια και να μην αποτελούν αντικείμενο ενός ανώφελου, επικίνδυνου, ευκαιριακού, πρόσκαιρου πολιτικο-κομματικού παιχνιδιού εντός της Ελλάδας.

mallias book

Για να περάσουμε στη έτερο ζέον ζήτημα, τι φέρνει η επόμενη μέρα της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών;

Η επόμενη μέρα, η οποία έχει ήδη αρχίσει εδώ και μία εβδομάδα, έπρεπε να μας οδηγήσει στη σύσταση μιας ομάδας στο υπουργείο Εξωτερικών η οποία συστηματικά, κάθε μέρα, θα καταγράφει τις παρεκβάσεις, παρεκκλίσεις και εκτροπές της γειτονικής χώρας σε σχέση με τη Συμφωνία. Πρέπει να ετοιμάζουμε έναν λεπτομερή φάκελο των σημείων με τα οποία εκτιμούμε ότι η άλλη πλευρά δεν συμμορφώνεται. Πρέπει να πω ότι η γειτονική μας χώρα έχει ήδη κάνει μια σοβαρή παράκαμψη του γράμματος της Συμφωνίας, όταν μας είπε ότι η ισχύς των συνταγματικών αναθεωρήσεων δεν θα γίνει με το που ψηφίστηκαν, αλλά αφού εμείς κυρώσαμε τη Συμφωνία και το Πρωτόκολλο Προσχώρησής της στο ΝΑΤΟ.

Δεύτερον, η ισχύς της Συμφωνίας και η εφαρμογή της δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα. Εκτιμώ ότι δεν είναι δυνατή η ανώδυνη ακύρωσή της από μελλοντικές κυβερνήσεις, αλλά ταυτόχρονα πιστεύω ότι η εφαρμογή της θα είναι προβληματική, επιλεκτική και αποσπασματική και στις δύο χώρες. Ειδικά συγκεκριμένες πρόνοιές της θα υλοποιούνται μόνο αν υπάρχουν κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που θεωρούν ότι η εφαρμογή της Συμφωνίας ως έχει δεν είναι ζημιογόνος. Αφού πλέον ισχύει η Συμφωνία, θα πρέπει να την ξαναδιαβάσουμε και να δούμε σε ποια άρθρα της θα πρέπει να δώσουμε το βάρος ώστε να αποκομίσουμε τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη από την εφαρμογή της και κυρίως να προετοιμάσουμε την άμυνά μας για τα σημεία στα οποία πιστεύουμε ότι θα έχουμε ζημιά, δηλαδή στα ζητήματα ταυτότητας, στη γλώσσα και στην εθνότητα.

Ο αριθμός εκείνων που πιστεύουν ότι η Συμφωνία αυτή είναι ζημιογόνος για την Ελλάδα βλέπω ότι αυξάνεται σε διάστημα ενός χρόνου και αυτό κάτι λέει. Επίσης, πιστεύω ότι δημιουργούνται τετελεσμένα όσον αφορά την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, άρα όλο το βάρος πέφτει στον έλεγχο της διμερούς εφαρμογής και της εξασφάλισης εκείνων των δυνατοτήτων που μας παρέχει η Συμφωνία, αλλά και άλλες ρήτρες και κεκτημένα της Ε.Ε. κυρίως, τα οποία πρέπει να τα μελετήσουμε για να δούμε σε κάθε σημείο πώς θα μπορέσουμε να τα αξιοποιήσουμε ώστε να αυξήσουμε τις θετικές επιπτώσεις από την εφαρμογή της.

Εδώ πρέπει να θυμίσω ότι οι αποφάσεις 817 και 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ οριοθετούν ότι το πρόβλημα μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών είναι μόνο το ζήτημα του ονόματος. Συνεπώς, πιστεύω ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος, από τη στιγμή που δεν μπορούμε εμείς να αποσπάσουμε την ονομασία της γλώσσας τους και της εθνότητάς τους, όπως συνηθίζαμε για 70 χρόνια, ήτοι σλαβομακεδονική και Σλαβομακεδόνες, θα έπρεπε ως τελευταία γραμμή διαπραγμάτευσης να πούμε αυτό που και οι ίδιοι, αλλά και ο κ. Μάθιου Νίμιτς, έλεγαν: ότι τα ζητήματα της ταυτότητας ήταν εκτός της εντολής διαπραγμάτευσης που έχουμε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αυτό δεν έγινε, πιστεύω ότι ήταν λάθος και θεωρώ ότι οι συνέπειές του θα είναι και άμεσες και μελλοντικές. Οι άμεσες και πολύ στενόχωρες είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία αναγνωρίζουμε μακεδονική γλώσσα και μακεδονική εθνότητα. Επίσης, θεωρώ ότι ήταν σφάλμα που δεν χρησιμοποιήσαμε την ακριβή ορολογία του άρθρου 4 του Συντάγματός τους και, αντί για τον όρο «citizenship» που σημαίνει ιθαγένεια, χρησιμοποιούμε τον όρο «nationality» που σημαίνει και ιθαγένεια αλλά και εθνότητα. Το ίδιο και για τη γλώσσα. Η γλώσσα είναι βασικό ταυτοτικό ζήτημα και όποιος αμφιβάλλει ας ξαναδιαβάσει Οδυσσέα Ελύτη.