Π.Λιαργκόβας, πρόεδρος ΚΕΠΕ:«Η κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να βαδίσει στον δρόμο του αυτονόητου και της λογικής» - Free Sunday
Π.Λιαργκόβας, πρόεδρος ΚΕΠΕ:«Η κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να βαδίσει στον δρόμο του αυτονόητου και της λογικής»

Π.Λιαργκόβας, πρόεδρος ΚΕΠΕ:«Η κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να βαδίσει στον δρόμο του αυτονόητου και της λογικής»

Την εκτίμηση ότι τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το εννεάμηνο του 2019 δείχνουν ότι η Κομισιόν και το ΔΝΤ κάνουν λάθος στις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη του 2020 κάνει ο πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, ο οποίος θεωρεί ρεαλιστική την πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,8%. O κ. Λιαργκόβας προειδοποιεί ότι μια κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία θα κάνει ζημιά στην οικονομία, γιατί θα ενισχύσει τον φόβο των υποψήφιων επενδυτών, αλλά διευκρινίζει ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών μπορεί να αποβεί εξαιρετικά χρήσιμη για την ελληνική οικονομία, εάν συνδυαστεί με τη συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στα εξοπλιστικά προγράμματα. Σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό σύστημα, χαρακτηρίζει το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου «υπερβολικά κρατικίστικο, υπερβολικά άκαμπτο και υπερβολικά ακριβό» και τονίζει ότι η μοναδική διέξοδος στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος είναι η δημιουργία προϋποθέσεων οικονομικής ανάπτυξης και απασχόλησης, ενώ υποστηρίζει ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι απαραίτητη για να ανασάνει η οικονομία.

 

Πριν από τις εκλογές ο διεθνής Τύπος έγραφε ότι η Ελλάδα ενδέχεται να αποκτήσει μια φιλική στο επιχειρείν κυβέρνηση. Δικαιώνει τις προβλέψεις ο προϋπολογισμός του 2020;

Ναι, τις δικαιώνει. Είναι η πρώτη φορά μετά από χρόνια που έχουμε έναν «αναπτυξιακό» προϋπολογισμό. Στον προϋπολογισμό του 2020 τερματίζεται η πολιτική των υπερπλεονασμάτων, δηλαδή της λιτότητας την οποία βιώσαμε την περίοδο 2016-2018 και η οποία δηλητηρίασε την ελληνική οικονομία, αύξησε τις ανισότητες και τη φτώχεια και δημιούργησε πρόσθετες ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογούμενων προς το Δημόσιο συνολικού ύψους 18,1 δισ. ευρώ. Είναι πολύ θετικό, λοιπόν, το γεγονός ότι αλλάζει η φιλοσοφία της οικονομικής πολιτικής, καταργώντας, σε πρώτη φάση, τις σημαντικές υπερβάσεις των πρωτογενών πλεονασμάτων έναντι των στόχων.

 

Πού αποδίδετε τις διαφορετικές εκτιμήσεις για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2020; Εσείς ποια απ’ όλες θεωρείτε πιο κοντά στα πραγματικά δεδομένα; Θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος ο ρυθμός ανάπτυξης;

Θεωρώ ότι η Κομισιόν και το ΔΝΤ κάνουν λάθος. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται από τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το εννεάμηνο του 2019. Προσωπικά πιστεύω ότι ο στόχος του προϋπολογισμού σχετικά με την ανάπτυξη του 2020 είναι αρκετά ρεαλιστικός, γιατί έχει ενσωματώσει την επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού κλίματος, καθώς και τις δεσμεύσεις της χώρας (που συμφώνησε η προηγούμενη κυβέρνηση) για υψηλά επίπεδα πρωτογενών πλεονασμάτων. Όμως, εάν εγκριθούν τα ελληνικά αιτήματα για διάθεση των 1,2 δισ. ευρώ των κερδών ομολόγων της ΕΚΤ (Anfas) για επενδύσεις, τότε ο στόχος του 2,8% ανάπτυξη το 2020 μπορεί να φανεί συντηρητικός.

 

Τον τελευταίο καιρό γίνονται προτάσεις για αύξηση των αμυντικών δαπανών. Θα μπορούσε να είναι χρήσιμη; Τι επιπτώσεις έχει στην οικονομία η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία;

Η αύξηση των αμυντικών δαπανών μπορεί να αποβεί εξαιρετικά χρήσιμη για την ελληνική οικονομία εάν συνδυαστεί με τη συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στα εξοπλιστικά προγράμματα. Η συμμετοχή αυτή, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει την κατασκευή ή συναρμολόγηση μέρους των εξοπλιστικών προγραμμάτων, θα απαιτήσει ελληνικές πρώτες ύλες και ελληνικά εργατικά χέρια. Βέβαια, μια κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία θα κάνει ζημιά στην οικονομία, γιατί θα ενισχύσει τον φόβο των υποψήφιων επενδυτών.

 

Τα τελευταία χρόνια το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων είχε εκτελέσεις χαμηλότερες από τις προϋπολογισμένες. Τι πρέπει να γίνει το 2020;

Το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ) υπέστη τα προηγούμενα χρόνια πολλαπλές περικοπές προϋπολογισμού. Δυστυχώς, δεν θα αυξηθεί ούτε το 2020. Ο προϋπολογισμός του θα παραμείνει και τον επόμενο χρόνο στα 6,75 δισ. ευρώ, έναντι άνω των 10 δισ. ευρώ που ήταν πριν από το 2010. Η κυβέρνηση δεσμεύεται φέτος να καλύψει μεγάλο μέρος από αυτή την «υποεκτέλεση» και το 2020 να χρησιμοποιήσει πλήρως τα λεφτά που υπάρχουν. Θα δούμε τι θα γίνει στην πορεία. Πάντως, χρειάζονται πιο γοργά βήματα για την «ωρίμανση» έργων –μικρών και μεγάλων– που θα επιτρέψουν την απορρόφηση ή/και αύξηση των κονδυλίων του ΠΔΕ.

 

Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών δεν επηρεάζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος;

Κατά την άποψή μου, η μοναδική διέξοδος στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος είναι η δημιουργία προϋποθέσεων οικονομικής ανάπτυξης και απασχόλησης. Το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου είναι υπερβολικά κρατικίστικο, υπερβολικά άκαμπτο και υπερβολικά ακριβό. Επικαλείται την αλληλεγγύη, για να σκοτώσει όμως την παραγωγή. Υπονομεύει ευθέως την απασχόληση και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας, ενώ ταυτόχρονα είναι αναγκασμένο να προβαίνει σε διαρκείς μειώσεις των παροχών. Με τον τρόπο που είναι διαμορφωμένο, στερεί πόρους από τα παραγωγικά στρώματα του πληθυσμού, εμποδίζει την απασχόληση, αποθαρρύνει επενδύσεις στην εργασία και αποτελεί αφορμή για την εισφοροαποφυγή και για τη διόγκωση της «μαύρης» οικονομίας. Η μείωση, λοιπόν, των ασφαλιστικών εισφορών είναι απαραίτητη για να ανασάνει η οικονομία.

 

Αρκεί ο περιορισμός των πλεονασμάτων στο 3,5% για να καλυφθούν οι διάφορες μειώσεις της φορολογίας που εξαγγέλθηκαν;

Ο περιορισμός των πλεονασμάτων στο 3,5% (σε σχέση με τα υπερπλεονάσματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) του ΑΕΠ έχει πολλαπλά οφέλη. Πρώτα πρώτα, για την επίτευξή τους δεν χρειάζεται να υπάρχει υπερβολική φορολόγηση. Δηλαδή δίνει δημοσιονομικό αέρα και δυνατότητα στην κυβέρνηση να μειώσει τη φορολογία των πολιτών. Η μείωση της φορολογίας οδηγεί με τη σειρά της σε περισσότερα έσοδα, ακριβώς γιατί οι φορολογούμενοι δεν έχουν πλέον κίνητρο για φοροδιαφυγή. Η αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος των πολιτών τονώνει την οικονομία και αυξάνει την ανάπτυξη. Η μείωση των υπερβάσεων των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι το πρώτο βήμα για τη διεκδίκηση της μείωσης των ίδιων των στόχων κάτω από το 3,5% το 2021, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για την επιτάχυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

 

Έχετε μιλήσει για την παρατηρούμενη αποκλιμάκωση του «δείκτη φόβου». Πού πρέπει να φτάσει για να θεωρηθεί ότι έχει κλείσει ο «κύκλος του φόβου»;

Ο δείκτης φόβου του ΚΕΠΕ αποτελεί ένα χρήσιμο μέτρο προσέγγισης του επενδυτικού συναισθήματος για την ελληνική αγορά. Παρατηρούμε τη συνεχή αποκλιμάκωσή του από τον Ιούλιο του 2019. Η εξέλιξη αυτή κρίνεται ιδιαίτερα θετική, καθώς αποτυπώνει τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στην ελληνική αγορά. Σήμερα βρισκόμαστε στο 23,75%. Όταν πέσουμε κάτω από το 20%, μπορούμε να πούμε ότι έχει κλείσει ο «κύκλος του φόβου».

 

Έχει αλλάξει ο τρόπος που εσείς προσεγγίζετε πλέον πολιτικά και οικονομικά τη μεσαία τάξη;

Όχι, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Αυτά που υποστήριζα πριν, υποστηρίζω και τώρα. Θεωρούσα υπερβολική τη φορολόγηση της μεσαίας τάξης την οποία έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση. Θεωρούσα επίσης υπερβολική την επιδίωξη υπερπλεονασμάτων, πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ. Θεωρούσα απαραίτητη τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας από καταναλωτικό σε παραγωγικό. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να βαδίσει πάνω στον δρόμο του αυτονόητου και της λογικής.