«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να προβλέψουμε την πορεία του ανταγωνισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ» - Free Sunday
«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να προβλέψουμε την πορεία του ανταγωνισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ»

«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να προβλέψουμε την πορεία του ανταγωνισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ»

Την άποψη ότι τις επόμενες εκλογές θα τις επηρεάσει περισσότερο η οικονομία και λιγότερο η ιδεολογία εκφράζει ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Γιάννης Κωνσταντινίδης.

Ο κ. Κωνσταντινίδης, το γνωστικό αντικείμενο του οποίου είναι η Πολιτική Συμπεριφορά και η Μεθοδολογία Πολιτικής Έρευνας, επισημαίνει ότι τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο όλες οι κυβερνήσεις επωφελούνται από την εκδήλωση μιας κρίσης, διευκρινίζει όμως ότι, οποτεδήποτε μετά το άνοιγμα της οικονομίας κι αν γίνουν εκλογές, στα κριτήρια της κοινής γνώμης θα προστεθούν και οι εκτιμήσεις τους για τα μέτρα που η κυβέρνηση έλαβε για τις επιχειρήσεις, τους μισθωτούς, τους καταναλωτές, τους δανειολήπτες.

Σε ό,τι αφορά τη ΝΔ, χαρακτηρίζει αναμενόμενο το ότι η επιστροφή της στα «μεγάλα νούμερα» θα αυξήσει την αγωνία της να κρατήσει υπό την ομπρέλα της όλους τους ψηφοφόρους και τα στελέχη της, από το φιλελεύθερο κέντρο έως την υπερσυντηρητική Δεξιά, ενώ αναφορικά με τον ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει την άποψη ότι η συγκέντρωση στη δική του ομπρέλα από παραδοσιακούς κομμουνιστές έως ευρωπαϊστές σοσιαλδημοκράτες δεν είναι το ίδιο εύκολη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να απολαμβάνει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά δημοτικότητας κατά την περίοδο της κρίσης του κορονοϊού. Πόσο συνήθης είναι στις έρευνες κοινής γνώμης η εναπόθεση εμπιστοσύνης στον διαχειριστή μιας κρίσης;

Πολύ. Σε περιόδους που μια κοινωνία δέχεται ασύμμετρη απειλή, όπως μια τρομοκρατική επίθεση, μια φυσική καταστροφή, ένας άγνωστος ιός, οι πολίτες συσπειρώνονται αυτόματα γύρω από την κυβέρνησή τους, γιατί αναγνωρίζουν ότι εκείνη είναι η μόνη που έχει τη δυνατότητα να τους σώσει, καθώς εκείνη είναι η μόνη που μπορεί να λάβει μέτρα. Δεν έχουν άλλον δρόμο από το να εμπιστευτούν τις τύχες τους στα χέρια της κυβέρνησης. Συνεπώς, όλες οι κυβερνήσεις επωφελούνται από την εκδήλωση μιας κρίσης, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο.

Λέτε δηλαδή ότι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης σε μια κυβέρνηση σε καιρό κρίσης έχει ημερομηνία λήξης;

Σίγουρα δεν έχουν όλες οι κυβερνήσεις τον ίδιο χρόνο μπροστά τους, γιατί απλούστατα κάποιες η κρίση τις βρίσκει με χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας και κάποιες άλλες με υψηλά. Είναι προφανές ότι οι πρώτες έχουν λιγότερο χρόνο, η κυβέρνηση Μακρόν είναι ένα τέτοιο καλό παράδειγμα. Από την άλλη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ή η κυβέρνηση Τζόνσον στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι παραδείγματα κυβερνήσεων που έχουν μπροστά τους πολύ περισσότερο χρόνο, γιατί βρέθηκαν στην κρίση του κορονοϊού με υψηλά ποσοστά αποδοχής από τις κοινωνίες τους. Από κει και μετά, βέβαια, η διαχείριση της τρέχουσας κρίσης δεν ολοκληρώνεται με την ισοπέδωση της καμπύλης των κρουσμάτων ή των θανάτων, καθώς απαιτείται η επιστροφή των οικονομιών και των κοινωνιών στην κανονικότητα. Τα επίπεδα εμπιστοσύνης για κάθε κυβέρνηση θα μεταβληθούν συναρτήσει του τρόπου διαχείρισης και της επόμενης φάσης.

Λέτε δηλαδή ότι η επιλογή ψήφου δεν θα κριθεί μονοσήμαντα από την αναγνώριση από την ελληνική κοινή γνώμη της επιτυχίας της κυβέρνησης στη διαχείριση του κινδύνου της δημόσιας υγείας σε αυτή την πρώτη φάση;

Ακριβώς. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν με κάποιον μαγικό τρόπο ήταν εφικτή η διεξαγωγή εκλογών άμεσα, πριν καν ανοίξει η οικονομία. Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων που έχουν δημοσιοποιηθεί τις τελευταίες μέρες δείχνουν το πώς θα φερόταν η κοινή γνώμη αν κριτήριό της ήταν η διαχείριση του κινδύνου για τη δημόσια υγεία. Θα εκτόξευε τη ΝΔ σε πολύ υψηλότερα ποσοστά από αυτά του 2019. Όμως, οποτεδήποτε μετά το άνοιγμα της οικονομίας κι αν γίνουν εκλογές, στα κριτήρια της κοινής γνώμης θα προστεθούν και οι εκτιμήσεις τους για τα μέτρα που η κυβέρνηση έλαβε για τις επιχειρήσεις, τους μισθωτούς, τους καταναλωτές, τους δανειολήπτες.

Είπατε ότι «θα προστεθούν και οι εκτιμήσεις τους για την οικονομία». Με άλλα λόγια, η αναγνώριση της επιτυχίας της κυβέρνησης στο κομμάτι της προφύλαξης της δημόσιας υγείας θα λειτουργήσει ως μια ασπίδα προστασίας της και στην επόμενη φάση;

Σίγουρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπαίνει στην επόμενη φάση με εφόδια. Όμως η εκλογική μεταβλητότητα στην Ελλάδα είναι τόσο έντονη τα τελευταία χρόνια, που θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να θεωρήσουμε ότι η ΝΔ θα κάνει περίπατο στις επόμενες εκλογές επειδή έλαβε τις σωστές αποφάσεις στον σωστό χρόνο για τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού. Οι προσδοκίες για τη μελλοντική οικονομική κατάσταση είναι αποδεδειγμένα ο πιο ισχυρός δείκτης της πρόθεσης ψήφου και αυτή τη στιγμή οι προσδοκίες αυτές είναι χαμηλές. Βέβαια, οι προσδοκίες είναι ευμετάβλητο μέγεθος, όμως αυτή τη στιγμή είναι χαμηλές, κάτι που δύναται να λειτουργήσει σε βάρος της κυβέρνησης.

Δηλαδή καταλογίζονται ήδη ευθύνες στην κυβέρνηση για τη διαχείριση της οικονομίας την επόμενη μέρα;

Δεν αποδίδονται ευθύνες, καθώς η επόμενη μέρα δεν έχει έρθει ακόμα. Όμως οι έρευνες κοινής γνώμης αποτυπώνουν εντεινόμενη ανησυχία για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Δύο στους τρεις πολίτες δηλώνουν ότι η πανδημία και τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπισή της θα επηρεάσουν την οικονομική τους κατάσταση, με το ποσοστό να είναι σημαντικά πιο αυξημένο στα νεότερα ηλικιακά στρώματα των κάτω των 44 ετών. Ένας στους δύο πολίτες δηλώνει μη ικανοποιημένος από τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί μέχρι στιγμής για τη στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων. Άνεργοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι και ελεύθεροι επαγγελματίες επιλέγουν την ανασφάλεια ως κυρίαρχο συναίσθημά τους αυτή την περίοδο, εύρημα που μαρτυρά μειωμένες αντοχές των πιο ευάλωτων τμημάτων του πληθυσμού. Η κυβέρνηση δεν καταδικάζεται ανοιχτά αυτή τη στιγμή, όμως είναι βέβαιο πως μεγάλα κομμάτια του εκλογικού σώματος θα της αποδώσουν ευθύνες –δικαίως ή αδίκως, μικρή σημασία έχει για τον εκλογικό ανταγωνισμό– αν επιβεβαιωθούν οι φόβοι τους για το εισόδημά τους.

Πώς πιστεύετε ότι θα εκφραστεί εκλογικά αυτή η αγωνία της προσωπικής και οικογενειακής επιβίωσης;

Η εμπειρία της αντίδρασης του εκλογικού σώματος στην προηγούμενη αντίστοιχη αγωνία, κατά την πρώτη φάση εφαρμογής των μνημονίων από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, έδειξε ότι ο μέσος ψηφοφόρος δεν αναζητά τεκμηρίωση από την αντιπολίτευση για τις καλύτερες μέρες που εκείνη σίγουρα υπόσχεται. Του αρκεί να καταψηφίσει την κυβέρνηση που του χάλασε τις προηγούμενες μέρες. Υπό αυτή την έννοια, αν η αγωνία επιβίωσης παγιωθεί ως συναίσθημα ή και μετατραπεί σε απελπισία, η κοινή γνώμη θα εγκαταλείψει την τρέχουσα κυβέρνηση για την αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτό συμβαίνει σε κάθε δικομματικό παιχνίδι.

Πάντως, για την ώρα δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, η ΝΔ φαίνεται να έχει κάποιες εισροές από τον ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση της διαφοράς των δύο κομμάτων σε σύγκριση με το αποτέλεσμα των εκλογών του περασμένου Ιουλίου.

Πράγματι, καταγράφονται τέτοιες μετατοπίσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ. Θα έλεγα όμως ότι αυτές –της τάξης των 3 μονάδων περίπου– παρατηρούνται πάντα σε αυτό το χρονικό σημείο του πρώτου χρόνου μετά τις εκλογές. Ο νικητής των εκλογών κερδίζει σε βάρος του χαμένου. Κάποια τμήματα του πληθυσμού επαναζυγίζουν τα δεδομένα και μετακινούνται προς το στρατόπεδο του ισχυρού, πολύ ευκολότερα μάλιστα όταν υπάρχει και μια ευκαιρία να το κάνουν αυτό, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιτυχής διαχείριση της κρίσης της δημόσιας υγείας. Επαναλαμβάνω όμως ότι αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να προβλέψουμε την πορεία του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο κομμάτων, καθώς η κυβέρνηση έχει μπροστά της τον μακρύ δρόμο της διαχείρισης της οικονομίας που θα χρειαστεί να ανοίξει τις επόμενες εβδομάδες και των δυσκολιών που θα φέρει η προβλεπόμενη απ’ όλους ύφεση.

Εκτιμάτε ότι θα έχει ιδεολογικό χρώμα η επόμενη εκλογική αναμέτρηση; Η ΝΔ δείχνει να θέλει να καλύψει το ιδεολογικό φάσμα στο οποίο απευθυνόταν καθ’ όλη την περίοδο από το 1974 και μετά. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι λογικό να αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο;

Η ιδεολογική πόλωση είναι χρήσιμο εργαλείο αντιπαράθεσης στα social media και στις πολιτικές συζητήσεις μεταξύ εκείνων που ενδιαφέρονται για τα πολιτικά δρώμενα, όμως ο ρόλος της είναι πιο περιορισμένος για το ευρύτερο κοινό, πολύ περισσότερο όταν αυτό πιέζεται από τις οικονομικές συνθήκες. Αν, λοιπόν, συγκρίναμε την πιθανή επίδραση της οικονομίας και της ιδεολογίας στις επόμενες εκλογές, θα στοιχημάτιζα ότι το βάρος της πρώτης θα ήταν μεγαλύτερο. Σε επίπεδο τακτικής φυσικά, τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν κάθε λόγο να συσπειρώνουν τον έναν και τον άλλον πόλο ώστε δι’ αυτής της οδού να εντείνουν την ιδεολογική αντιπαράθεση. Είναι, λοιπόν, αναμενόμενο ότι η επιστροφή της ΝΔ στα «μεγάλα νούμερα» θα αυξήσει την αγωνία της να κρατήσει υπό την ομπρέλα της όλους τους ψηφοφόρους και τα στελέχη της, από το φιλελεύθερο κέντρο έως την υπερσυντηρητική Δεξιά. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η συγκέντρωση του αντίστοιχου ακροατηρίου στη δική του ομπρέλα, από παραδοσιακούς κομμουνιστές έως ευρωπαϊστές σοσιαλδημοκράτες ,δεν είναι το ίδιο εύκολη –παρ’ ότι είναι σίγουρα επιθυμητή από τον ίδιο– λόγω της παραδοσιακής του εχθρότητας τόσο με το ΚΚΕ όσο και με το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ.