Γ.Στεφανίδης, καθ.Διπλωματικής Ιστορίας: «Ανήκομεν εις την Δύσιν από το 1821» - Free Sunday
Γ.Στεφανίδης, καθ.Διπλωματικής Ιστορίας: «Ανήκομεν εις την Δύσιν από το 1821»

Γ.Στεφανίδης, καθ.Διπλωματικής Ιστορίας: «Ανήκομεν εις την Δύσιν από το 1821»

Στις μεγάλες αποκλίσεις συμφερόντων και αντιλήψεων μεταξύ των ηγετικών κύκλων της Επανάστασης, οι οποίες κορυφώθηκαν σε εμφύλιες συρράξεις, αποδίδει ο καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο ΑΠΘ Γιάννης Στεφανίδης την εμφάνιση «κομμάτων» συνδεδεμένων με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία.

Ο καθηγητής Στεφανίδης επισημαίνει ότι ο Καποδίστριας, που ανέλαβε καθήκοντα τον Ιανουάριο του 1828, επιχείρησε να τηρήσει κατ’ αρχήν ίσες αποστάσεις απ’ όλες τις μεγάλες δυνάμεις, ωστόσο, ως πρώην υπουργός του τσάρου, συναντούσε τη μόνιμη καχυποψία των Βρετανών, στην οποία προστέθηκε η εχθρότητα της γαλλικής πλευράς.

Istorikos Stefanidis2

Πάντοτε στην Ελλάδα προκαλούσε συγκίνηση το ότι η Αϊτή ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Είχαμε άλλες επίσημες αναγνωρίσεις πριν από το 1830;

Πράγματι, είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η πρώτη αναγνώριση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήρθε από μια χώρα που κατά συντριπτική πλειονότητα κατοικούσαν νέγροι, πρώην δούλοι (οι αυτόχθονες κάτοικοι του νησιού είχαν εξοντωθεί από τις ασθένειες που έφεραν οι Ευρωπαίοι αποικιστές). Η χώρα αυτή είχε κατακτήσει την ανεξαρτησία της το 1804, έπειτα από αγώνα εναντίον μιας ευρωπαϊκής δύναμης, της Γαλλίας, η οποία αργότερα θα συνέβαλλε στην απελευθέρωση των Ελλήνων από την οθωμανική δεσποτεία.

Άλλη αναγνώριση δεν είχε προηγηθεί, είχε όμως μεγάλη σημασία η αναγνώριση των επαναστατημένων Ελλήνων ως εμπολέμων από τη βρετανική κυβέρνηση, με εισήγηση του υπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Κάνινγκ, τον Μάρτιο του 1823. Η πρωτοβουλία αυτή σαφώς έπληττε τα συμφέροντα του σουλτάνου και διευκόλυνε την τακτική του αποκλεισμού που επέβαλλε το ναυτικό των Ελλήνων στα παράλια των επαναστατημένων χωρών.

 

Τι σημασία είχαν στις αντίστοιχες χώρες το Γαλλικό, το Ρωσικό και το Αγγλικό Κόμμα;

Η εμφάνιση αυτών των «κομμάτων», ή, καλύτερα, μερίδων, εξηγείται από τις μεγάλες αποκλίσεις συμφερόντων και αντιλήψεων μεταξύ των ηγετικών κύκλων της Επανάστασης. Οι αποκλίσεις αυτές προκάλεσαν αντιπαραθέσεις που, στα 1823-1824, κορυφώθηκαν σε εμφύλιες συρράξεις. Στην επιδίωξή τους να υπερισχύσουν η μία έναντι της άλλης, οι μερίδες αυτές αναζήτησαν στήριγμα στις ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις που έδειχναν ενεργότερο ενδιαφέρον για την Επανάσταση. Πρώτη εκδήλωση αυτής της τάσης ήταν η λεγόμενη «Πράξη Υποτελείας» του 1825, με την οποία επιφανείς εκπρόσωποι των επαναστατημένων, με πρώτο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ζητούσαν την προστασία της βρετανικής κυβέρνησης. Ακολούθησαν δύο ανάλογες εκκλήσεις, προς τη ρωσική και τη γαλλική κυβέρνηση αντίστοιχα. Η έλευση διπλωματικών εκπροσώπων των Δυνάμεων στο υπό σύσταση κράτος, από το 1828, συνετέλεσε στην αποκρυστάλλωση των τριών μερίδων, που αναφέρονται έκτοτε ως «Αγγλικό», «Γαλλικό» και «Ρωσικό» Κόμμα.

 

Άλλαζε η εξωτερική πολιτική ανάλογα με την επιρροή καθενός από αυτά;

Αυτό θα συμβεί την εποχή της βασιλείας του Όθωνα. Στη διάρκεια της Επανάστασης ήταν ευδιάκριτη η υπεροχή της «αγγλικής» μερίδας, αν και ο Μαυροκορδάτος έδειξε κάποια ικανότητα να εκμεταλλεύεται το ενδιαφέρον και των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, που τελικά επενέβησαν στο Ναβαρίνο και έσωσαν την Επανάσταση από του Χάρου τα δόντια.

Ο Καποδίστριας, που ανέλαβε καθήκοντα τον Ιανουάριο του 1828, επιχείρησε να τηρήσει κατ’ αρχήν ίσες αποστάσεις. Ωστόσο, ως πρώην υπουργός του τσάρου, συναντούσε τη μόνιμη καχυποψία των Βρετανών, στην οποία προστέθηκε η εχθρότητα και της γαλλικής πλευράς. Με δεδομένες την αντίδραση πολυποίκιλων εγχώριων συμφερόντων στο έργο του και την έλλειψη ισχυρής στήριξης από το εξωτερικό, είναι πράγματι άξιο θαυμασμού το γεγονός ότι ο Καποδίστριας κατόρθωσε να εξασφαλίσει δύο από τους βασικούς στόχους της εξωτερικής του πολιτικής: πρώτον, η Ελλάδα να καταστεί πλήρως ανεξάρτητη (και όχι αυτόνομη, φόρου υποτελής στον σουλτάνο) και, δεύτερον, να χαραχτούν τα ελληνικά σύνορα βορειότερα από τη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού που προέβλεπε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1830).

 

Είχε η Επανάσταση διπλωματικές εκπροσωπήσεις στο εξωτερικό;

Στην προσπάθειά της να έρθει σε επαφή με ξένες κυβερνήσεις, η Επανάσταση στηρίχτηκε σε ad hoc αποστολές και κυρίως στην αλληλογραφία είτε στελεχών των προσωρινών επαναστατικών κυβερνήσεων, όπως ο Μαυροκορδάτος και ο Θεόδωρος Νέγρης, είτε φιλελλήνων με κύρος, όπως ο λόρδος Βύρων και ο Λέστερ Στάνχοουπ. Συστηματικές επαφές θα αποκαθιστούσε ο Καποδίστριας, και λόγω των γνωριμιών και του κύρους που διέθετε στους ευρωπαϊκούς διπλωματικούς κύκλους (μάλιστα, προτού αναλάβει τα καθήκοντά του ως Κυβερνήτης, περιηγήθηκε διάφορες σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες).

 

Αξιοποιήθηκε η ομογένεια της εποχής ως μέσο επηρεασμού των χωρών διαμονής τους;

Η ομογένεια, ή, ορθότερα, η ελληνική Διασπορά, συνεισέφερε στην εκδήλωση φιλελληνικών κινήσεων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ξενιτεμένοι λόγιοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ανέλαβαν τη διαφώτιση κοινής γνώμης και κυβερνήσεων για τον χαρακτήρα και τους σκοπούς της Επανάστασης γράφοντας επιστολές και εκδίδοντας φυλλάδια. Να μην ξεχνάμε ότι Έλληνες της Διασποράς, από τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Καποδίστρια μέχρι τον Μαυροκορδάτο και τον Γεώργιο Σταύρου, έπαιξαν κορυφαίο ρόλο στην εξέλιξη του απελευθερωτικού αγώνα, ερχόμενοι συχνά σε σύγκρουση με αυτόχθονες ηγέτες.

 

Υπήρξε κατανομή επιρροής των τριών νικητριών του Ναβαρίνου στην Ελλάδα; Μια Γιάλτα εποχής;

Πρώτον, στη Γιάλτα δεν έγινε κατανομή σφαιρών επιρροής, στην Ευρώπη ή αλλού – πρόκειται για έναν από τους βαθύτερα ριζωμένους ιστορικούς μύθους, γαλλικής (γκολικής) προελεύσεως. Δεύτερον, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις που έδρασαν στο Ναβαρίνο είχαν δεσμευτεί, με τη Συνθήκη του Λονδίνου (Ιούλιος 1827), να μην επιδιώξουν καμία «αύξηση εδάφους, αποκλειστική επιρροή ή εμπορικό πλεονέκτημα» στην Ελλάδα. Αυτή η «ρήτρα ανιδιοτέλειας» τηρήθηκε και στην επιλογή μονάρχη για το νεοσύστατο κράτος, καθώς ο όποιος εκλεκτός δεν έπρεπε να προέρχεται από τους βασιλικούς οίκους των τριών Δυνάμεων.

 

Είχε περιθώρια διπλωματικής ευελιξίας το νεοσυσταθέν κράτος;

Ναι, από τη στιγμή που την «εγγύηση» και την «προστασία» του αναλάμβαναν τρεις –και όχι μία– Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Καποδίστριας ήταν ο ενδεδειγμένος άνθρωπος να εκμεταλλευτεί αυτή τη συρροή συμφερόντων πάνω στην ελληνική υπόθεση. Το δυστύχημα είναι ότι δολοφονήθηκε από ελληνικά χέρια τη στιγμή που οι προσπάθειές του απέδιδαν καρπούς.

 

Το 1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είπε την περίφημη φράση «ανήκομεν εις την Δύσιν». Αν σκαλίσουμε τη φράση βαθιά, φτάνει στο 1821;

Ναι. Οι συντάκτες των προσωρινών ελληνικών πολιτευμάτων/συνταγμάτων και οι μορφωμένοι στο εξωτερικό εκπρόσωποι του αγωνιζόμενου ελληνικού έθνους είχαν κατά νου ένα δυτικό πρότυπο οργάνωσης κράτους, οικονομίας και κοινωνίας, περισσότερο ή λιγότερο φιλελεύθερο, με την έννοια εκείνης της εποχής. Ουδέποτε προτάθηκε σοβαρά στη διάρκεια της Επανάστασης διαφορετικό μοντέλο, «ανατολικού», «βυζαντινού» ή άλλου τύπου. Οι επαναστατημένοι ηγέτες των Ελλήνων, ακόμα κι εκείνοι που δυσκολεύονταν να αποβάλουν τις οθωμανικές συνήθειές τους (π.χ. κοτζαμπάσηδες), αντιλαμβάνονταν ότι, αν ήθελε να επιβιώσει, η Επανάσταση έπρεπε να στραφεί στα κράτη της «(δια)φωτισμένης» Δύσης, τα οποία, παρεμπιπτόντως, αποδεικνύονταν πολύ πιο βιώσιμα σε σύγκριση με τις δεσποτείες ανατολικού τύπου.