Δύο διαφορετικών προδιαγραφών φιναλίστ με κοινό χαρακτηριστικό την κλάση - Free Sunday
Δύο διαφορετικών προδιαγραφών φιναλίστ με κοινό χαρακτηριστικό την κλάση

Δύο διαφορετικών προδιαγραφών φιναλίστ με κοινό χαρακτηριστικό την κλάση

Ένα από τα καλύτερα Μουντιάλ στην ιστορία φτάνει την Κυριακή στην κορύφωσή του, με τον τελικό της διοργάνωσης μεταξύ Γαλλίας και Κροατίας. Ένα σίγουρα απρόσμενο δίδυμο φιναλίστ όταν ξεκινούσε η διοργάνωση, όλο και πιο πιθανό όμως όσο προχωρούσε, το οποίο είχε ξεχωρίσει από τη φάση των ομίλων ακόμα.

Πρόκειται για μια δίκαιη εξέλιξη. Από την μία πλευρά βρίσκεται μία ομάδα που έχει τα πάντα. Εξαιρετικούς παίκτες, με κλάση, εμπειρία και πρωταγωνιστές στις ομάδες τους, ικανότατο προπονητή, τεράστια δεξαμενή ποδοσφαιριστών και αποδοτικότατο σύστημα ανάδειξης νέων παικτών, γήπεδα και υποδομές ως πρωτάθλημα και φυσικά ιστορία: η Γαλλία είναι μία από τις μόλις οκτώ χώρες που έχουν κατακτήσει Μουντιάλ. Τρεις λατινοαμερικάνικες -Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη- και πέντε ευρωπαϊκές -Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Αγγλία- είναι οι μοναδικές που έχουν φτάσει στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στα 88 χρόνια της ιστορίας του.

Από την άλλη πλευρά θα βρεθεί μία ομάδα που διαθέτει ελάχιστα από τα παραπάνω. Διαθέτει έναν προπονητή για τον οποίο αυτή η διοργάνωση αποτελεί το πρώτο πραγματικό «παράσημο» της καριέρας του, ο οποίος επιλέγει από την πολύ περιορισμένη δεξαμενή παικτών μιας χώρας 4 εκατομμυρίων κατοίκων, χωρίς οργανωμένο σύστημα ανάδειξης νέων παικτών, χωρίς σύγχρονες υποδομές και γήπεδα, με σκάνδαλα διαφθοράς στο ποδόσφαιρό της -εμπλέκεται και ο Μόντριτς- και η οποία είχε πάρει την τρίτη θέση στο Μουντιάλ του 1998, στην πρώτη της συμμετοχή ως αυτόνομο κράτος, με την μεγάλη γενιά των Σούκερ, Μπόμπαν, Προσινέτσκι και των υπολοίπων.

Αναλογίες

Αυτή η ομάδα απέκλεισε την Αγγλία, μία ομάδα η οποία συγκέντρωνε τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά που έχει και η Γαλλία. Με μια ειδοποιό διαφορά, η οποία κάνει το ποδόσφαιρο το πιο λαϊκό άθλημα παγκοσμίως, ένα άθλημα στο οποίο μπορούν να γίνουν τα πάντα και να πρωταγωνιστήσουν οι πάντες, ανεξαρτήτως φυσικών χαρακτηριστικών: κοντοί, ψηλοί, αργοί, γρήγοροι, λεπτοί, χοντροί -όπως ο Ρονάλντο (ο σκέτος Ρονάλντο): η φετινή έκδοση της Αγγλίας είχε όλα τα υπόλοιπα αλλά δεν είχε ανάλογης ποιότητας παίκτες με τη Γαλλία. Και αποκλείστηκε από μία ανώτερη ομάδα, την Κροατία. Μια ομάδα που μπορεί να μην έχει όλα τα υπόλοιπα, έχει όμως το βασικό: μια εξαιρετική φουρνιά παικτών, οι οποίοι στην πορεία και μέσα από τις δυσκολίες που πέρασαν έγιναν και ομάδα και παρέα.

Δεν αποτελεί κάτι το πρωτόγνωρο για το ποδόσφαιρο, το είδαμε και στην κατάκτηση του Euro 2004 από την Ελλάδα, η οποία επίσης πήρε έναν προπονητή επειδή απλώς προέκυψε και μετά τα πρώτα παιχνίδια του (με ντεμπούτο με ήττα 5-1 από την Φινλανδία) σκεφτόταν να απαλλαγεί από αυτόν, τον Ότο Ρεχάγκελ, αλλά τελικά η ΕΠΟ τον κράτησε λόγω της αποζημίωσης που έπρεπε να λάβει. Οι Κροάτες έδωσαν στον Ντάλιτς την ομάδα λίγο πριν τον αποκλεισμό από το Μουντιάλ, εφόσον θα έμεναν πίσω από Ισλανδία και Ουκρανία στον όμιλο, με στόχο να είναι αυτός που θα πιεί το πικρό ποτήρι και μετά να βρουν άλλον, για να αποκλείσουν τελικά την Ελλάδα στα μπαράζ και να βρεθούν στο Μουντιάλ και να πραγματοποιήσουν μια θαυμαστή, ιστορική πορεία. Στη συνέχεια τόσο η Ελλάδα όσο και η Κροατία αξιοποίησαν στο έπακρο ένα γκρουπ πολύ καλών παικτών, το όποιο όχι απλά έγινε ομάδα αλλά συντονίστηκε.

Μάλιστα και οι δύο προπονητές πήραν στην πορεία θεαματικές αποφάσεις που αποδείχτηκαν καθοριστικές στην πορεία προς την τελική επιτυχία, εφόσον δημιούργησαν στεγανά στις ομάδες τους, πειθαρχία και συσπείρωση. Ο Ρεχάγκελ έκοψε τον Γεωργάτο επειδή στην τελευταία προπόνηση πριν το πρώτο φιλικό με την Φινλανδία αντέδρασε… άκομψα όταν του ζήτησε να παίξει αριστερό εξτρέμ. Λίγους μήνες αργότερα έκοψε και τον Ζήκο επειδή αντέδρασε όταν του ζήτησε να περάσει ως αλλαγή στο τελευταίο πεντάλεπτο ενός φιλικού με την Κύπρο. Δεν τους ξανακάλεσε ποτέ, παρά την μεγάλη κλάση του Γεωργάτου και του γεγονότος πως ο Ζήκος το 2004, πριν το Euro, έπαιξε τελικό Champions League με την Μονακό. Στο πρώτο παιχνίδι της Κροατίας στο Μουντιάλ, κόντρα στη Νιγηρία, ο Κάλινιτς αρνήθηκε να περάσει αλλαγή, θεωρώντας προφανώς πως έπρεπε να έχει ξεκινήσει βασικός. Στη συνέντευξη Τύπου μετά το ματς ο Ντάλιτς ανακοίνωσε πως η Κροατία θα συνεχίσει με 22 παίκτες στη διοργάνωση και ο Κάλινιτς πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Σε σχέση με την Ελλάδα του 2004, βέβαια, η Κροατία δεν έχει απλώς ένα γκρουπ πολύ καλών παικτών, έχει ορισμένους από τους κορυφαίους. Ο χαρισματικός Μόντριτς είναι ο οργανωτής του παιχνιδιού της Ρεάλ Μαδρίτης των τριών διαδοχικών Champions League.  Ο Ράκιτιτς έχει ανάλογο, μικρότερης εμβέλειας, ρόλο στην Μπαρτσελόνα. Ο Μάντζουκιτς είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς σέντερ φορ του κόσμου και από τους καλύτερους στο είδος του. Ο Πέρισιτς είναι ένας παίκτης μεγάλης ποιότητας. Αποδείχτηκε στο τουρνουά ότι τέτοιος είναι και ο Μπρόζοβιτς, το «μηχανάκι» της μεσαίας γραμμής. Λόβρεν και Βίντα δεν υστερούν καθοριστικά σε σχέση με τα άλλα κορυφαία δίδυμα σέντερ μπακ της διοργάνωσης, το ίδιο και ο Σούμπασιτς στο τέρμα. Όσο η Αγγλία θεωρούσε ότι το 1-0 και το γεγονός ότι οι παίκτες της είχαν πολύ περισσότερη διαθέσιμη ενέργεια από τους αντιπάλους τους -που και μεγαλύτεροι σε ηλικία είναι και στους προηγούμενους γύρους έφτασαν μέχρι τα πέναλτι για να προκριθούν- τόσο οι Κροάτες αναθαρρούσαν, έμπαιναν όλο και πιο πολύ στο παιχνίδι και έψαχναν τη στιγμή τους. Αυτή ήρθε χάρη στην έμπνευση του Πέρισιτς. Στη συνέχεια ήταν πολύ δύσκολο να μείνει εκτός η ομάδα που και ανώτερη ήταν και πιο έμπειρη και, όπως αποδείχτηκε, το ήθελε περισσότερο.

Βολεύει αμφότερους

Κόντρα στη Γαλλία βέβαια δεν θα είναι το ίδιο. Συνολικά οι Γάλλοι έχουν καλύτερους παίκτες από τους Κροάτες και λειτουργούν υποδειγματικά ως ομάδα. Δεν έχουν δίδυμο σαν το Μόντριτς-Ράκιτς στα χαφ αλλά οι Καντέ, Ματουϊντί, Πογκμπά μπορούν να τους «σκάσουν», το έκαναν στον Αζάρ και τον Ντε Μπρόινε, οι οποίοι είχαν και καλύτερους παίκτες να τους υποστηρίζουν. Οι Γάλλοι έχουν επίσης όχι μόνο Γκριζμάν αλλά και Μπαπέ, ο οποίος οδεύει ολοταχώς στο να αναδειχθεί καλύτερος παίκτης ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου στα 19 του. Προφανώς αυτό θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και από τον τελικό, αλλά πριν από αυτόν δύο είναι οι βασικοί υποψήφιοι, ο Μπαπέ και ο Μόντριτς.

Κάτι που οφείλεται και στον πολύ συντηρητικό τρόπο παιχνιδιού του Ντεσάν: δεν αφήνει τους παίκτες του να λυθούν και να ξεδιπλώσουν το δεδομένα πλούσιο ταλέντο τους, οπότε εκείνος που τραβάει το μάτι είναι ο Μπαπέ, ο οποίος κάνει ξεχωριστή σχεδόν κάθε επαφή του με την μπάλα.

Μια συντηρητική προσέγγιση η οποία δείχνει να βολεύει και την Κροατία εν όψει του τελικού: απέναντι σε μία ομάδα συνολικά καλύτερή της και έχοντας φτάσει στα τελευταία 90 ή 120 λεπτά της διοργάνωσης μπορεί να ελπίζει πως σε ένα πολύ κλειστό παιχνίδι η μεγάλη κλάση και η θέληση συγκεκριμένων μονάδων της μπορούν να κάνουν τη διαφορά.