Ευρωλίγκα: Τέλος εποχής και ψευδαισθήσεων - Free Sunday
Ευρωλίγκα: Τέλος εποχής και ψευδαισθήσεων

Ευρωλίγκα: Τέλος εποχής και ψευδαισθήσεων

Εκείνο που μένει να αποδειχτεί είναι αν σηματοδοτεί και το τέλος για μια ακόμη, παράλληλα εκτυλισσόμενη εποχή.

Η εποχή που σίγουρα τελειώνει είναι εκείνη των πέντε τεράστιων γκαρντ που σημάδεψαν το ευρωπαϊκό μπάσκετ τον 21ο αιώνα. Ο Θοδωρής Παπαλουκάς των εννιά φάιναλ φορ και των δύο κατακτήσεων αποχώρησε πρώτος, ακολούθησε ο Γιασικεβίτσιους των πέντε φάιναλ φορ και των τεσσάρων κατακτήσεων, φέτος ακολουθεί ο Διαμαντίδης, με τρεις κατακτήσεις σε πέντε φάιναλ φορ, τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσουν ο Ναβάρο των δύο κατακτήσεων σε επτά φάιναλ φορ και ο Σπανούλης των τριών κατακτήσεων σε τέσσερα φάιναλ φορ. 

Είναι η πρώτη φορά, λοιπόν, εδώ και 14 χρόνια, από το 2002, που ούτε ένας από τους προαναφερθέντες θρύλους του ευρωπαϊκού μπάσκετ δεν θα βρεθεί στο φάιναλ φορ για να διεκδικήσει το τρόπαιο. Το παιχνίδι της μοίρας έχει να κάνει με το γεγονός πως τέσσερις από τους πέντε έχουν βρεθεί ταυτόχρονα σε φάιναλ φορ μόλις δύο φορές, με την πρώτη να είναι στο Βερολίνο το 2009 (όλοι πλην Γιασικεβίτσιους). Η δεύτερη ήταν στην Κωνσταντινούπολη το 2012 (όλοι πλην Παπαλουκά).

Κι αν η εποχή των πέντε γκαρντ που κυριάρχησαν στο ευρωπαϊκό μπάσκετ τον 21ο αιώνα φτάνει αναμφισβήτητα στο τέλος της με το φάιναλ φορ του Βερολίνου, μένει να αποδειχτεί αν ταυτόχρονα φτάνει στο τέλος της και μια άλλη εποχή, εκείνη της κυριαρχίας των δύο «αιωνίων» της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. 

Τα σημάδια είναι ξεκάθαρα: για δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια ένα φάιναλ φορ διεξάγεται χωρίς τη συμμετοχή ελληνικής ομάδας, με τον Παναθηναϊκό να σταματάει στα προημιτελικά από το 2012 και μετά. Τα ονόματα όσων βρίσκονται στο φάιναλ φορ για να το λαμπρύνουν με την παρουσία τους, να κοουτσάρουν ή να αγωνιστούν θυμίζουν περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα να κλαις: Ομπράντοβιτς, Μπαρτζώκας, Ιτούδης στους τρεις από τους τέσσερις πάγκους. Μπουρούσης, Σλούκας, Άντιτς, Τεόντοσιτς, Χάινς στο παρκέ. Παπαλουκάς, Σισκάουσκας, Κουτλουάι, Βούισιτς να δίνουν το «παρών». Το κέντρο βάρους του ευρωπαϊκού μπάσκετ δεν είναι πια εδώ, έχει μετατοπιστεί. 

Η επιτυχία του Ολυμπιακού των προηγούμενων ετών, εν πολλοίς ανέλπιστη και σίγουρα δυσανάλογη του μπάτζετ του, εφόσον διαρκώς μείωνε το μπάτζετ, αναδείκνυε πρωτοκλασάτους παίκτες και στη συνέχεια τους έχανε από ομάδες που τους πλήρωσαν καλύτερα, δημιούργησε την ψευδαίσθηση διατήρησης του μεγαλείου. Σταδιακά, όμως, τα πράγματα επανέρχονται στις πραγματικές τους διαστάσεις. Οι δύο «αιώνιοι» αρχίζουν να αντανακλούν την εγχώρια κατάσταση του μπάσκετ, του ελληνικού αθλητισμού γενικότερα και, σε τελική ανάλυση, της χώρας. Η οργάνωση σε στέρεες βάσεις και το ζεστό χρήμα πάντα υπερισχύουν στο τέλος. Η ελληνική κυριαρχία των «αιωνίων» στο ευρωπαϊκό μπάσκετ βασίστηκε στο παχύ πορτοφόλι δύο οικογενειών, των Γιαννακόπουλων και των Αγγελόπουλων, και στην πλειάδα πρωτοκλασάτων Ελλήνων παικτών. Από τη μία πλευρά, η οικονομική κρίση και το γεγονός πως δεν κατέστη δυνατό να αξιοποιηθεί εμπορικά και οργανωτικά η έκρηξη του ελληνικού μπάσκετ περιόρισαν την οικονομική δυνατότητα των δύο οικογενειών. Άλλωστε το να βάζουν κάθε χρόνο 30 και 40 εκατομμύρια ευρώ και να παίρνουν ελάχιστα πίσω είναι κάτι το εξωπραγματικό, ιδίως στις συνθήκες των τελευταίων ετών. Από την άλλη πλευρά, οι πρωτοκλασάτοι Έλληνες παίκτες ως επί το πλείστον… δεν μένουν πια εδώ. Το ίδιο αρχίζει και συμβαίνει και με τους καλούς Έλληνες προπονητές. 

Το αναμενόμενο, δε, είναι πως η κατάσταση όσο πάει και θα γίνεται χειρότερη. Όποιος μπορεί να φύγει δεν έχει και πολλούς λόγους να μείνει. Τι θα τον κρατήσει, οι καταπληκτικές συνθήκες του ελληνικού πρωταθλήματος ή το καλό συμβόλαιο, όταν θα μπορεί να βρει ένα καλύτερο και σε πολύ καλύτερες συνθήκες, εκτός Ελλάδος;

Με την αποχώρηση και των τελευταίων των Μοϊκανών, Διαμαντίδη, Σπανούλη και Φώτση, θα διαλυθούν και οι τελευταίες ψευδαισθήσεις, το ελληνικό πρωτάθλημα θα επανέλθει στο πραγματικό του μέγεθος. Στο μέγεθος που του αξίζει, αν βγάλουμε από την εξίσωση την εξαίρεση όλου του περίγυρού του, δηλαδή την αξία των πρωτοκλασάτων Ελλήνων παικτών και προπονητών.