Σαν σήμερα γεννήθηκε και… πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης - Free Sunday
Σαν σήμερα γεννήθηκε και… πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης

Σαν σήμερα γεννήθηκε και… πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης

 

Ο Μπαχ της ελληνικής μουσικής, όπως τον αποκαλούσε ο Μάνος Χατζηδάκις γεννήθηκε πριν 102 χρόνια στα Τρίκαλα από Ηπειρώτες γονείς.

Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.

Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν»,  όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Την περίοδο 1937-1940 έγραψε τραγούδια που ηχογράφησε με τις φωνές του Περδικόπουλου και άλλων τραγουδιστών εκείνης της εποχής, όπως του Στράτου Παγιουμτζή, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Στελλάκη Περπινιάδη, με τους οποίους σε πολλές ηχογραφήσεις ο Τσιτσάνης συμμετείχε σαν δεύτερη φωνή.

 

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα διάστημα τεσσάρων ετών (1942-1946) είχε δικό του μαγαζί, το 'Ουζερί ο Τσιτσάνης' στην οδό Παύλου Μελά 22 [που έγινε ταινία πριν από δύο χρόνια από τον Μανούσο Μανουσάκη. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, όπως την "Συννεφιασμένη Κυριακή".

 

Τον Ιούλιο του 1942 παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά από τα Γρεβενά, όντες αρραβωνιασμένοι επί 19 μήνες. Κουμπάρος ήταν ο προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη Νικόλαος Μουσχουντής, ο οποίος ήταν και διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, αλλά και θαυμαστής του έργου τού Τσιτσάνη και γενικώς του ρεμπέτικου τραγουδιού. Απέκτησε μια κόρη, τη Βικτώρια και ένα γιο, τον Κώστα.

Το 1949, όμως, ο Τσιτσάνης γνωρίζει μια άλλη γυναίκα, την μοιραία γυναίκα της ζωής του Μαρίκα Νίκου. Όπως λέει ο ίδιος στη βιογραφία του στον Κ. Χατζηδουλή «Την άκουσα και δεν άργησα να καταλάβω το ταλέντο της. Κατάλαβα πως με δουλειά θ' άφηνε εποχή. Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο (...)» ΄

Εκείνη τραγουδούσε στο κέντρο «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, με τον Στελλάκη Περιπινιάδη και την Μιχάλη Γενίτσαρη. Ο Τσιτσάνης εκείνη την εποχή εμφανιζόταν στο μαγαζί του «Τζίμη του χοντρού» στην Αχαρνών με τη Σωτηρία Μπέλλου. Κάποια στιγμή η Σωτηρία Μπέλλου μπλέχτηκε σε καυγά με κάποιους βασιλικούς θαμώνες και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχήμα. Ο Τσιτσάνης τότε ζήτησε την Νίνου από τον Περπινιάδη για να την αντικαταστήσει. Τεράστια επιτυχία.  Όπου εμφανίζονταν γινόταν το αδιαχώρητο. Όλοι ήθελαν να τους δουν και να διασκεδάσουν μαζί τους.

 

 

Ο Τσιτσάνης άρχισε να ηχογραφεί τα καινούργια του τραγούδι με την φωνή της Νίνου και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Η σχέση πέρασε γρήγορα από το πάλκο στην προσωπική τους ζωή κι ας ήταν κι οι δυο παντρεμένοι με παιδιά. Για τον Βασίλη Τσιτσάνη αυτή η σχέση είχε ημερομηνία λήξης εξ αρχής καθώς της είχε ξεκαθάρισε τη θέση του, ότι δηλαδή δεν επρόκειτο να διαλύσει τον γάμο και την οικογένεια του. Εκείνη όμως προσπάθησε να τον κάνει δικό της με κάθε τρόπο. Όσο η επιτυχία τους μεγάλωνε και το δέσιμό τους γινόταν πιο έντονο, τόσο πιο προβληματική γινόταν η σχέση τους. Η Νίνου προσπαθούσε να επισημοποιήσει τη σχέση τους και να τον αποτραβήξει από την γυναίκα του με κάθε τρόπο. Ανέλαβε χρέη μάνατζερ και έκλεινε τις συμφωνίες για τις εμφανίσεις τους. Φρόντιζε –με πρόσχημα τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις- να τον στερεί όλο και περισσότερο από την οικογένειά του. Ο Τσιτσάνης ανέχτηκε αυτή την κατάσταση για αρκετό καιρό, όχι μόνο επειδή της είχε αδυναμία, αλλά και για εμπορικούς λόγους, καθώς έκαναν μεγάλη επιτυχία ως ντουέτο. Όμως το ποτήρι ξεχείλισε όταν το 1952 πήγαν στην Κωνσταντινούπολη για κάποιες εμφανίσεις.

 

 

 

Εκεί η Νίνου γυρνούσε επιδεκτικά μόνη της στην Πόλη κάνοντας παρέα μόνο με παλιούς γνωστούς από τη γενέτειρά της. Εκείνος πάνω στο θυμό του αφέθηκε στον έρωτα μιας τουρκοπούλας, η οποία του έταζε πλούτη για να μείνει κοντά της. Το ειδύλλιο αυτό προκάλεσε την έκρηξη της Νίνου. Επιστρέφοντας στην Αθήνα,  τον χειμώνα του 1952-53, δούλεψαν πάλι μαζί στου «Τζίμη του χοντρού» όμως δεν μιλιόντουσαν.

Πέρασε αρκετός καιρός για να τα ξαναβρούν, μέχρι που ο καρκίνος χτύπησε τη Μαρίκα Νίνου, το 1954. Ο Τσιτσάνης της συμπαραστάθηκε και την πήγε στον γιατρό, ο οποίος της σύστησε θεραπεία στην Αμερική. Η Νίνου τότε ζήτησε από τον Τσιτσάνη να κάνουν περιοδεία στην Αμερική και συγχρόνως να κάνει τη θεραπεία της και όποια χειρουργική επέμβαση χρειαζόταν. Εκείνος αρνήθηκε. Ήξερε ότι η σχέση τους δεν πάει άλλο και επίσης η γυναίκα του Ζωή, ήταν έγκυος στο δεύτερό τους παιδί. Η ώρα του οριστικού τους χωρισμού πλησίαζε.

Η Νίνου ετοιμαζόταν να φύγει στην Αμερική όταν ο Τσιτσάνης τον Μάρτιο του ‘54 της έδωσε να πει ένα τραγούδι. Τα λόγια ήταν ξεκάθαρα για το τέλος της τετράχρονης σχέσης τους: «Τι σήμερα, τι αύριο, τη τώρα…». Όταν η Νίνου πήρε το τραγούδι κατάλαβε τι σήμαιναν τα λόγια και μόλις μπήκε στο στούντιο για την ηχογράφηση ξέσπασε σε κλάματα. Σταμάτησε και έφυγε δακρυσμένη αφήνοντας άναυδους όλους τους παρευρισκόμενους. Ήταν όμως πολύ πεισματάρα γυναίκα και έτσι γύρισε μετά από μερικές ώρες και το τραγούδησε μόνο μία φορά. Η ερμηνεία της είναι αυτή που κυκλοφόρησε στο βινύλιο και είναι συγκλονιστική, καθώς είναι καταγεγραμμένα το παράπονο και το προηγούμενο κλάμα της....

 

 

 

Ωστόσο ο Λευτέρη Παπαδόπουλος έχει διαφορετική ερμηνεία για αυτή τη σχέση: «Δεν θα πας» της είπε ο Τσιτσάνης για την περιοδεία στη Νέα Υόρκη. «Θα πάω» απάντησε η Νίνου. Και πήγε μόνη της. Κάποτε ξαναγύρισε. Ήταν άρρωστη. «Ο Τσιτσάνης δεν της ξαναμίλησε. Δεν πήγε να τη δει στο νοσοκομείο. Ούτε στην κηδεία της πήγε...».

Δίπλα στον Τσιτσάνη έγιναν ευρέως γνωστές, τραγουδίστριες όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, αλλά και ο τραγουδιστής Πρόδρομος Τσαουσάκης.

 

 

 

Μετά την πτώση της Χούντας, είχε ξεκινήσει και συναυλίες σε στάδια και ανοιχτούς χώρους, κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά για λαϊκά τραγούδια. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο, ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας, σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα.

 

 

 

Πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του, 18 Ιανουαρίου 1984.

Δείτε το αφιέρωμα του ΣΚΑΙ για τον Βασίλη Τσιτσάνη με αφηγητή τον Γιώργο Νταλάρα.