Νόμος περί ευθύνης Υπουργών - Free Sunday
Νόμος περί ευθύνης Υπουργών
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δείχνει στον πρωθυπουργό ότι γνωρίζειτην έξοδο απο τα κυβερνητικά έδρανα

Νόμος περί ευθύνης Υπουργών

Πλημμελήματα ή κακουργήματα, που τελούνται από Υπουργό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών (3126/2003) από το Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος, ακόμη και αν ο Υπουργός έχει παύσει να έχει την ιδιότητα αυτή.

Κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 86 του Συντάγματος, το οποίο ρυθμίζει τα θέματα που αφορούν στην ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης, μόνο η Βουλή μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη κατά διατελέσαντος πρωθυπουργού, υπουργού ή υφυπουργού, εφόσον η πράξη έγινε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Αν η πράξη δεν σχετίζεται με τα καθήκοντα της θέσης του (εάν για παράδειγμα ο Υπουργός χτυπήσει κάποιον με το αυτοκίνητο, πηγαίνοντας διακοπές), το μέλος τη κυβέρνησης διώκεται από την τακτική δικαιοσύνη με τις κοινές διατάξεις.

Οι ρυθμίσεις αυτές διαφέρουν από τις αντίστοιχες της βουλευτικής ασυλίας. Στην περίπτωση του βουλευτή την δίωξη την ασκεί ο αρμόδιος εισαγγελέας (και όχι η Βουλή) αφού πάρει την άδεια της Βουλής. Στην περίπτωση του βουλευτή οι εισαγγελικές αρχές μπορούν να ερευνούν χωρίς άδεια της Βουλής και μόλις αποφασίσουν ότι πρέπει να ασκήσουν δίωξη, ζητούν την άδειά της. Αντίθετα, για διατελέσαντες μέλη της Κυβέρνησης, απαγορεύεται ακόμη και η έρευνα χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής.

Εάν στα πλαίσια άλλης έρευνας οι εισαγγελικές αρχές αποκτήσουν στοιχεία που σχετίζονται με μέλος κυβέρνησης, υποχρεούνται να τα διαβιβάσουν χωρίς καθυστέρηση ("αμελλητί") στη Βουλή, η οποία είναι αρμόδια για να αποφασίσει τη συνέχεια.

Εφόσον ένας τέτοιος φάκελος περιέλθει στη Βουλή, απαιτείται τριάντα βουλευτές να υπογράψουν "πρόταση άσκησης δίωξης", με συγκεκριμένη αναφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης και μνεία των διατάξεων που παραβιάστηκαν. Προκαταβολικά σημειώνουμε ότι δεν πρόκειται δίωξη, με την έννοια της απαγγελίας κατηγοριών. Η ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία 151 ή απορρίπτει την πρόταση ως προδήλως αβάσιμη ή την εγκρίνει, οπότε συγκροτείται ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, η οποία θα διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση.

Η προκαταρκτική εξέταση, στην κοινή ποινική διαδικασία, είναι υποχρεωτικό στάδιο μετά την υποβολή μιας μήνυσης και στοχεύει στο να διαπιστώσει εάν υπάρχουν ενδείξεις που θα στήριζαν ποινική δίωξη. Δεν αποκλείεται, αλλά είναι πρακτικά σπάνιες οι περιπτώσεις που, η υποβολή μιας μήνυσης συνοδεύεται από τόσο ισχυρά στοιχεία που επιτρέπουν την άμεση άσκηση δίωξης και την εκκίνηση ανάκρισης κατά του κατηγορουμένου.

Στην περίπτωση των μελών κυβέρνησης, ακριβώς επειδή με το πρώτο στοιχείο που ανακύπτει, ο φάκελος διαβιβάζεται στη Βουλή είναι πρακτικά απίθανο να στοιχειοθετείται η άμεση άσκηση δίωξης, οπότε είναι αναγκαία η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Δεν είναι δίωξη και στη διαδικασία αυτή δεν υπάρχει επίσημος κατηγορούμενος. Ο φερόμενος όμως ως ύποπτος τελέσεως του ερευνώμενου αδικήματος έχει πλήρη δικαιώματα υπεράσπισης, ως να ήταν κανονικός κατηγορούμενος.

Η Βουλή, μετά την πρόταση άσκησης δίωξης από τους 30 βουλευτές και πριν την συγκρότηση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής, έχει τη δυνατότητα, αλλά όχι την υποχρέωση, με πλειοψηφία 151 βουλευτών να αναθέσει σε ειδικό γνωμοδοτικό συμβούλιο, αποτελούμενο από ένας Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο Εισαγγελείς Εφετών (όλοι επιλέγονται με κλήρωση) να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας, ώστε στη συνέχεια η Ολομέλεια να αποφασίσει τη συγκρότηση ή μη της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για την προκαταρκτική εξέταση. Η επιτροπή αυτή έχει εξουσίες Εισαγγελέα και ενεργεί όπως αυτός.

Η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, αφού ολοκληρώσει το έργο της, συντάσσει πόρισμα με αναλυτική αναφορά των πράξεων που τυχόν θεωρεί αξιόποινες και ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων που συνέλλεξε. Το πόρισμα εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής και απαιτείται πλειοψηφία 151 βουλευτών για την άσκηση ποινικής δίωξης. Τότε μόνον, ο ελεγχόμενος καθίσταται επίσημα κατηγορούμενος. Η άσκηση ποινικής δίωξης περιλαμβάνει και τυχόν συμμετόχους, μη καλυπτόμενους από το νόμο περί ευθύνης υπουργών, οι οποίοι δικάζονται μαζί με αυτόν από το Ειδικό Δικαστήριο.

Η ανάκριση που ακολουθεί την άσκηση ποινικής δίωξης εποπτεύεται από πενταμελές δικαστικό συμβούλιο (τρεις αρεοπαγίτες και δύο σύμβουλοι επικρατείας) που ορίζονται με κλήρωση, ένας εκ των οποίων εκτελεί καθήκοντα ανακριτή. Επικουρείται από ένα Εισαγγελέα του συμβουλίου (και εφόσον προκύψει αργότερα του Ειδικού Δικαστηρίου), ο οποίος επίσης ορίζεται με κλήρωση μεταξύ των εισαγγελέων του Αρείου Πάγου.

Το Δικαστικό Συμβούλιο εκδίδει μετά το τέλος της ανάκρισης απαλλακτικό ή παραπεμπτικό βούλευμα. Στη δεύτερη περίπτωση συγκροτείται το Ειδικό Δικαστήριο, αποτελούμενο από επτά αρεοπαγίτες και έξι συμβούλους Επικρατείας (διαφορετικούς από αυτούς του Δικαστικού Συμβουλίου) που ορίζονται με κλήρωση και κατόπιν ορίζεται δικάσιμος σε διάστημα 40 έως 60 ημερών.

Αν ο ελεγχόμενος απαλλαγεί σε οποιοδήποτε στάδιο από τα παραπάνω, απαγορεύεται να ελεγχθεί εκ νέου, με οποιοδήποτε τρόπο για τις ίδιες πράξεις.

 

Πολιτικά συμπεράσματα:

Ο Άρειος Πάγος διαβίβασε στη Βουλή φάκελο που αφορά στους Αλέξιο Τσίπρα και Δημήτριο Παπαγγελόπουλο με πιθανολογούμενο αδίκημα κατάχρηση εξουσίας, δηλαδή προσπάθεια ενοχοποίησης αθώων αντιπάλων στην υπόθεση Novartis.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται να δήλωσε ότι ο ίδιος δεν στέλνει τον αντίπαλο πρώην πρωθυπουργό στα Δικαστήρια. Πολιτικώς ορθή η δήλωση, διότι αφαιρει από τον ΣΥΡΙΖΑ το επιχείρημα περί ρεβανσισμού και εκδίκησης. Νομικώς όμως ... αδιάφορη ! Αν κατά την έρευνα της Ειδικής Επιτροπής προκύψουν στοιχεία και για τον κ. Τσίπρα ή ακόμη και για τρίτο υπουργό, τότε η επιτροπή θα είναι υποχρεωμένη, ηθικά και νομικά, να ζητήσει άδεια της Βουλής για να συνεχίσει την έρευνα και εναντίον αυτού. Με ότι αυτό συνεπάγεται για τον ελεγχόμενο και καμένο το επιχείρημα περί αντεκδίκησης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρεται για το ότι η ΝΔ διαχωρίζει τον κ. Παπαγγελόπουλο από τον κ. Τσίπρα και ζητά να συσταθεί ενιαία ειδική επιτροπή και για τους δύο. Αν πράγματι το θέλει, δεν έχει παρά να βάλει τριάντα από τους βουλευτές του να τη ζητήσουν, με αναφορά συγκεκριμένων πράξεων και πιθανών αδικημάτων. Τότε η ΝΔ δεν θα έχει κανένα επιχείρημα να μην υπερψηφίσει. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, θα έχει καεί το επιχείρημα περί αντεκδίκησης.

Το ότι η δίωξη των ετερόκλητων δέκα κατηγορουμένων πολιτικών για την υπόθεση Novartis ουσιαστικά κατέρρευσε, καθιστά εκ των πραγμάτων δύσκολη τη θέση του στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Αρκούσε να δηλώσουν ότι είναι αθώοι και δεν φοβούνται οποιαδήποτε έρευνα. Νομικά οι εξελίξεις δεν περνούν πλέον από το χέρι τους, ενδεχομένως ούτε από το χέρι του Κ. Μητσοτάκη, με την έννοια ότι κανείς δεν ξέρει τι θα αποκαλύψει η έρευνα.

Πολιτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε, για άλλη μια φορά αφελώς, να υποτιμήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος φροντίζει με επιμέλεια να αποφευχθεί ένας νέος τεχνητός διχασμός της κοινωνίας. Και πολιτικώς ορθά πράττει ο Πρωθυπουργός και νομικώς η έρευνα δεν υπονομεύεται. Μην ξεχνάτε ότι την υπόθεση κινείται με πρωτοβουλία και μήνυση εν ενεργεία Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.