Ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει κρυφτούλι με τα μέτρα στήριξης - Free Sunday
Ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει κρυφτούλι με τα μέτρα στήριξης

Ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει κρυφτούλι με τα μέτρα στήριξης

Αμηχανία έδειξε να προκαλεί στον ΣΥΡΙΖΑ, την Πέμπτη 13 Μαΐου, η ανακοίνωση των μέτρων για την επαναλειτουργία διαφόρων κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων από την επομένη, στις 14 του μηνός.
Την ημέρα της ανακοίνωσης το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης απέφυγε να σχολιάσει το περιεχόμενο των ανακοινώσεων και περιορίστηκε σε μια δήλωση του Γραφείου Τύπου, η οποία έγινε πριν από την ανακοίνωση και αφορούσε μόνο τον τουρισμό, για τον οποίο υποστήριζε ότι «πρόκειται για τον απόλυτο εμπαιγμό του κλάδου, αφήνοντας στον αέρα χιλιάδες επιχειρηματίες και εργαζόμενους για δεύτερη συνεχή τουριστική σεζόν».
Όλη την υπόλοιπη μέρα, αλλά και την επομένη, η μόνη αναφορά στο θέμα του τουρισμού ήταν μια δήλωση του αναπληρωτή τομεάρχη Τουρισμού και βουλευτή Κέρκυρας, Αλέξανδρου Αυλωνίτη, ο οποίος κατηγόρησε τον υπουργό Τουρισμού ότι με τα λεγόμενά του στη συνέντευξη στο BBC «τα συμπεράσματα της διεθνούς κοινότητας και των ξένων αγορών βαίνουν αρνητικά για τα επίπεδα ασφάλειας που μπορεί να παρέχει το ελληνικό τουριστικό προϊόν».
Το πνεύμα, δηλαδή, του κ. Αυλωνίτη ήταν κοντά στις διατυπώσεις του ευρωβουλευτή του κόμματος Πέτρου Κόκκαλη, ότι η Ελλάδα δεν είναι ασφαλής χώρα για την προσέλκυση τουριστών.
Αντίστοιχη ήταν και η κάλυψη του ανοίγματος από τα φιλικά στον ΣΥΡΙΖΑ μέσα ενημέρωσης, με την «Αυγή» να κατηγορεί τα στελέχη της κυβέρνησης ότι «υπονομεύουν τον τουρισμό», υποστηρίζοντας ότι καθυστέρησε το άνοιγμα, καθώς, όπως έλεγε, «χάθηκε πολύτιμος χρόνος, με αποτέλεσμα να ευνοηθούν οι ανταγωνιστές μας», τους οποίους όμως δεν κατονόμαζε.
Την ίδια ώρα η «Εφημερίδα των Συντακτών» περιοριζόταν σε μια μικρή αναφορά τριών σειρών στο πρωτοσέλιδο, σύμφωνα με την οποία το άνοιγμα του τουρισμού γίνεται χωρίς υγειονομικά πρωτόκολλα και σχέδιο.
Ουσιαστικά, δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε ένα θέμα το οποίο αφορά ένα μεγάλο μέρος των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα, αλλά και του ΑΕΠ, χωρίς να μπαίνει στην ουσία των ρυθμίσεων και χωρίς να κάνει προτάσεις, αλλά παραμένοντας στη διαδικασία.
«Είναι η λογική Αχτσιόγλου» έλεγε παλαιό στέλεχος της Αριστεράς, το οποίο διευκρίνιζε ότι στην Κουμουνδούρου περιμένουν να δουν ποιοι θα θιγούν από το άνοιγμα του τουρισμού, για να προσπαθήσουν να τους εντάξουν στον κομματικό στρατό.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η κυβέρνηση δείχνει να έχει πάρει υπόψη της αυτό το ενδεχόμενο, όπως προκύπτει από την προαναγγελία του αναπληρωτή υπουργού Ανάπτυξης, Νίκου Παπαθανάση, ότι «ετοιμάζεται πρόγραμμα 425 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση του τουρισμού».
Παρόμοιο θέμα είχε προκύψει και για την ενίσχυση της εστίασης, η οποία επαναλειτούργησε σε εξωτερικούς χώρους στις 3 Μαΐου, με την «Εφημερίδα των Συντακτών» να αφιερώνει σε αυτήν το πρωτοσέλιδό της («Τραπεζάκια έξω, αγωνία μέσα») και τη βουλευτή Χαλκιδικής Κυριακή Μάλαμα να σχολιάζει ότι «οι επαγγελματίες της εστίασης έμειναν μόνοι».
Όταν, στις 11 Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την ελληνική πρόταση για ενίσχυση από κρατικά κονδύλια των επιχειρήσεων εστίασης με 500 εκατ. ευρώ, δεν υπήρξε κανενός είδους σχόλιο από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, όπως δεν υπήρξε ούτε όταν έγινε η προαναγγελία ότι στις 14 Μαΐου θα ανοίξει η πλατφόρμα για την ενίσχυση των αγορών των επιχειρήσεων εστίασης.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει κρυφτούλι» έλεγε αυτοδιοικητικός παράγοντας της κεντροδεξιάς, ο οποίος διαπίστωνε ότι από πλευράς της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπάρχει μια αδυναμία να αξιολογεί τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες και να αναδεικνύει τα ελαττωματικά τους στοιχεία.
«Προφανώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν τα κάνει όλα καλά, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν τα κάνει όλα λάθος, όπως διαπιστώνει ο ΣΥΡΙΖΑ», προσέθετε, για να αξιολογήσει ως βασικό πρόβλημα της αντιπολιτευτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ την έλλειψη οργάνωσης και αξιοπιστίας.
Είναι γνωστό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υστερεί σοβαρά σε οργανωτικές δομές οι οποίες να έχουν απολήξεις στην κοινωνία. Δεν έχει επιρροή στα εργατικά συνδικάτα, όπως φάνηκε και από την αναζήτηση συμμάχων για τη μητέρα όλων των μαχών εναντίον του ασφαλιστικού, αλλά ούτε στις επαγγελματικές οργανώσεις. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, μία οργανωμένη κομματική δομή, όχι επιχειρήσεων εστίασης αλλά ούτε καν μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία να αξιολογεί τις κυβερνητικές κινήσεις.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι συνομιλητές του κόμματος είτε να είναι κοινωνικές γνωριμίες πολιτικών του στελεχών είτε να προέρχονται από απομεινάρια κομματικών δομών του ΠΑΣΟΚ τα οποία αναζητούν πρόσβαση στην πολιτική εξουσία με αντάλλαγμα τη μεταφορά των αμφισβητούμενων πλέον πελατειακών εξαρτήσεων.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση να παίζει μόνη της σε κρίσιμους κλάδους, η δυσαρέσκεια των οποίων θα μπορούσε να αποβεί κρίσιμη, αλλά η διαχείρισή τους αποκτά δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες εξαιτίας της αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει προτάσεις που έστω να χαϊδεύουν τους ενδιαφερόμενους.
Από την άλλη, σε ό,τι αφορά την προσδοκία του ΣΥΡΙΖΑ ότι η διαχείριση της πανδημίας θα αποτελέσει ανεξίτηλο πολιτικό στίγμα για την κυβέρνηση, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ανέλυσε τη νίκη των Συντηρητικών του Μπόρις Τζόνσον στις επαναληπτικές εκλογές του Χάρτλπουλ –όπου τελευταία φορά οι Συντηρητικοί είχαν εκλέξει βουλευτή το 1964– ο αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Γιάννης Κωνσταντινίδης: «Η διαχείριση της πανδημίας από τον Τζόνσον και τους Συντηρητικούς δεν φαίνεται να λειτούργησε σε βάρος τους εκλογικά, παρά τον θάνατο 127.000 ανθρώπων τον τελευταίο χρόνο. Με τους θανάτους να έχουν πλέον πρακτικά μηδενιστεί και το ποσοστό εμβολιασθέντων στη χώρα να έχει ξεπεράσει το 50% του συνολικού πληθυσμού, η διαχείριση της πανδημίας, σε αυτήν τουλάχιστον την εκλογική στιγμή, μάλλον ευνόησε το κυβερνητικό κόμμα».
Πολύ δε περισσότερο όταν η διαχείριση της πανδημίας από τον Μητσοτάκη έχει καλύτερη ανταπόκριση στην ελληνική κοινή γνώμη, η οποία στις δημοσκοπικές μετρήσεις εκφράζει τη βεβαιότητά της ότι αν τα πράγματα τα διαχειριζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν χειρότερα.