Θολώνοντας μια βαριά καταγγελία - Free Sunday
Θολώνοντας μια βαριά καταγγελία

Θολώνοντας μια βαριά καταγγελία

Μια εξαιρετικά περίπλοκη ιστορία έχει αναστατώσει τη Θεσσαλονίκη από την αρχή του χρόνου, καθώς, με αφορμή μια υπαρκτή καταγγελία για έναν ομαδικό βιασμό, έχουν έλθει στο προσκήνιο και κυριαρχούν στη συζήτηση ισχυρισμοί που αφορούν μέχρι και εισαγόμενη μαστροπεία και οι οποίοι ούτε διακινούνται επίσημα, ούτε έχουν επιβεβαιωθεί.

Η υπόθεση γίνεται συναρπαστική, διότι περιλαμβάνει την πολυτέλεια ενός πεντάστερου ξενοδοχείου, σεξ, την πολιτική ισχύ που εικάζεται ότι έχουν οι ισχυρές οικονομικά οικογένειες, αλλά και τον πλούτο που διαχειρίζονται οι γόνοι τους, στους οποίους καταλογίζεται ασυδοσία και κυνισμός.

Το θέμα ξεκίνησε πριν από λίγες ημέρες, όταν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης έμαθαν ότι την Πρωτοχρονιά, στην πόλη τους, είχε γίνει μία καταγγελία για έναν ομαδικό βιασμό σε πεντάστερο ξενοδοχείο.

Την καταγγελία είχε κάνει μια 24χρονη γυναίκα, η οποία, την επομένη, στις 2 Ιανουαρίου, έδωσε δύο καταθέσεις, ενώ η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη ενός εκ των καταγγελλομένων, τον οποίο δεν κράτησε.

Για άγνωστους λόγους όμως, και παρά το ότι η αστυνομία εξέδωσε σχετική ανακοίνωση στις 2 Ιανουαρίου, το γεγονός άρχισε να διαδίδεται σχεδόν 10 ημέρες μετά, με πηγή τον λογαριασμό ενός ακτιβιστή, ο οποίος έχει αποκαλύψει και άλλες υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, με πλέον πρόσφατη αυτή του Στάθη Παναγιωτόπουλου.

Αμέσως μετά πήραν τη σκυτάλη αντιεξουσιαστές, οι οποίοι σε ένδειξη διαμαρτυρίας έβαψαν με μπογιά την πρόσοψη μίας παραλιακής ιστορικής καφετέριας και έκαναν διαδηλώσεις έξω από αυτήν για να διαμαρτυρηθούν, διότι, σύμφωνα με όσα είχαν γίνει γνωστά, ο ιδιοκτήτης της προωθούσε την εκπόρνευση κοριτσιών.

Βεβαίως, ο εμπλεκόμενος δεν ήταν ιδιοκτήτης αλλά εργαζόμενος μικρομέτοχος, ο οποίος απελύθη, αλλά το μαγαζί είχε ήδη στιγματιστεί. Και μπορεί να απολύθηκε, αλλά να καταθέσει ανωμοτί δεν εκλήθη από τον εισαγγελέα, όπως συνέβη με τους άλλους εμπλεκόμενους.

Η ερώτηση γιατί οι διαμαρτυρίες περιορίστηκαν στην καφετέρια και δεν επεκτάθηκαν στο ίδιο το ξενοδοχείο, που διέθετε σουίτες για τέτοιες δραστηριότητες, ή στην εταιρεία των πλουσίων γόνων, που αποτελεί τον ορισμό της παγκοσμιοποίησης, δεν έχει απαντηθεί.

 

Παράλληλα, από τον ακτιβιστή, έγινε γνωστό ότι στον βιασμό εμπλέκεται κι ένας επιχειρηματίας το όνομα του οποίου κυκλοφορεί στα social media, λόγω της σχέσης με celebrity τηλεοπτικών παιχνιδιών. Το ότι, όπως, προέκυψε αμέσως το όνομά του δεν αναφέρεται από κανέναν και, όπως ισχυρίζεται, δεν ήταν καν στη Θεσσαλονίκη, δεν εμπόδισε κανέναν να βρίζει ασύστολα τη σύντροφό του, η οποία τον υπερασπίστηκε στα social media.

Ο επιχειρηματίας μήνυσε τον ακτιβιστή, ο οποίος εμφανίζεται στα ΜΜΕ ως αξιόπιστη πηγή των δημοσιογράφων, διότι έχει αποκαλύψει κι άλλες μιαρές υποθέσεις.

Μετά καταγγέλθηκε ότι υπήρξαν καθυστερήσεις στη διερεύνηση της καταγγελίας του βιασμού, διαπίστωση που όμως δεν συμμερίστηκε ο νομικός παραστάτης της καταγγέλλουσας. Σε κάθε περίπτωση, η αστυνομία διαθέτει την εμπιστοσύνη και την πολιτική κάλυψη του προϊστάμενου υπουργού, όπως είπε ο ίδιος, διαβεβαιώνοντας ότι θα αποδοθούν ευθύνες.

Σε αυτό το σημείο, προστέθηκε η αποκάλυψη ότι υπάρχει ένα κύκλωμα μαστροπείας, με αποτέλεσμα να παρέμβει Κύπριος βουλευτής, λέγοντας ότι πρέπει να ερευνηθεί αν υπάρχει κυπριακή απόληξη, διότι ένας εμπλεκόμενος είναι Κύπριος πολίτης.

«Αν μιλάμε για εισροή γυναικών από την Κύπρο, κάποιος φέρνει αυτές τις κοπέλες εδώ», διαπίστωσε δικηγόρος από τη Θεσσαλονίκη, που ουδείς γνωρίζει ποιον εκπροσωπεί και τον οποίο επικαλέστηκε ο Κύπριος βουλευτής ως πηγή στοιχείων που θα εισρεύσουν στην Κύπρο.

Και έτσι ξεκινήσαμε από μια καταγγελία για έναν βιασμό και φτάσαμε η συζήτηση να έχει οδηγηθεί σε διεθνές κύκλωμα μαστροπείας, σε μια υπόθεση που σε πολλούς θύμισε τη δεκαετία του 1990, όταν στην ελληνική ύπαιθρο της Βόρειας Ελλάδας πανό με την προαναγγελία «προσεχώς Βουλγάρες» κοσμούσαν αποθήκες και αυτοσχέδια καφέ μπαρ. 

Όμως η υπόθεση απέκτησε και μια απρόσμενη πολιτική συνέχεια καθώς ο ακτιβιστής, που προέρχεται από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, και τον οποίο ο επιχειρηματίας έχει μηνύσει διότι διακίνησε το όνομά του ενώ ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν ήταν καν στη Θεσσαλονίκη, προαναγγέλλει ότι δημοσιογράφοι «θα αποκαλύψουν ότι πίσω από όλα κρύβονται πολιτικοί».

Δηλαδή, ουσιαστικά, η καταγγελία ενός βιασμού εργαλειοποιείται με στόχο την απαξίωση και την ενοχοποίηση της πολιτικής και συλλήβδην των πολιτικών.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια μοναδική στα κομματικά χρονικά σε ταχύτητα αντίδραση, αφαίρεσε την κομματική ιδιότητα από τον δικηγόρο ενός των κατηγορουμένων, ο οποίος, σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, όταν κατέθετε στο αστυνομικό τμήμα, την πίεσε να μην προχωρήσει στις καταγγελίες 

Λίγο αργότερα, ο εισαγγελέας διέταξε έρευνα για να διαπιστωθεί εάν ισχύουν οι καταγγελίες σε ό,τι αφορά τον δικηγόρο, ο οποίος απέδωσε την αναφορά του στο όνομά του στο ότι δεν προέρχεται από δικηγορικό «τζάκι» και παράλληλα ζήτησε ανωμοτί καταθέσεις από τους τέσσερις βασικούς εμπλεκόμενους, δηλαδή τους Αθηναίους, που ήρθαν να κάνουν Πρωτοχρονιά στη Θεσσαλονίκη.

Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται προφανές ότι η διερεύνηση μιας υπαρκτής και βαριάς καταγγελίας, η οποία μπορεί να επισύρει ακόμη και ισόβια, εργαλειοποιείται από παράγοντες, τα κίνητρα και οι επιδιώξεις των οποίων είναι δύσκολο να αξιολογηθούν.

Και είναι αυτοί οι παράγοντες που βάζουν μέσα στο κάδρο πρόσωπα και καταστάσεις που περισσότερο δυσχεραίνουν τη διερεύνηση παρά την διευκολύνουν, με άγνωστες συνέπειες.

Διότι το μείζον θέμα είναι η διερεύνηση της καταγγελίας του βιασμού.