Η πράσινη φορολογία θα φέρνει πόλεμο οικονομίας - περιβάλλοντος, λέει η Γαλλίδα πρωθυπουργός - Free Sunday
Η πράσινη φορολογία θα φέρνει πόλεμο οικονομίας - περιβάλλοντος, λέει η Γαλλίδα πρωθυπουργός

Η πράσινη φορολογία θα φέρνει πόλεμο οικονομίας - περιβάλλοντος, λέει η Γαλλίδα πρωθυπουργός

Σε κατηγορηματικό αποκλεισμό του ενδεχομένου της αύξησης της «πράσινης φορολογίας» προχώρησε η νέα πρωθυπουργός της Γαλλίας, Ελιζαμπέτ Μπορν, ανακοινώνοντας σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Le Point» τις πρωτοβουλίες της ενόψει της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος.

Η κα Μπορν, στην οποία έχει ανατεθεί η εποπτεία των κυβερνητικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, εξέφρασε την πεποίθησή της ότι μια τέτοια αύξηση θα ισοδυναμούσε με αντιπαράθεση «του περιβάλλοντος και της οικονομίας» και, μια βδομάδα πριν από τις εκλογές, διαβεβαίωσε ότι η προστασία του κλίματος είναι πλέον «στο επίκεντρο της γαλλικής δημόσιας πολιτικής».

Σύμφωνα με τη νέα πρωθυπουργό, η οποία προς το παρόν εμφανίζει χαμηλά ποσοστά αποδοχής στη γαλλική κοινωνία, απαιτείται «ριζικός μετασχηματισμός των μεθόδων παραγωγής» για την επίτευξη του στόχου μιας «ουδέτερης από άνθρακα Γαλλίας το 2050», και στο πλαίσιο αυτό ετοιμάζει έναν «νόμο έκτακτης ανάγκης» για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, ο οποίος θα στηρίξει την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και των ενεργειακά αποδοτικών κατοικιών.

Στον ίδιο νόμο θα υπάρχουν μέτρα για τη μείωση της εξάρτησης της Γαλλίας από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, την οποία χαρακτήρισε θέμα γαλλικής «κυριαρχίας».

«Πρέπει να χαράξουμε μια σαφή πορεία με δύο ισχυρές προτεραιότητες: Την έξοδο από τα ορυκτά καύσιμα και την καταπολέμηση της κατάρρευσης της βιοποικιλότητας», είπε η Γαλλίδα πρωθυπουργός, μεταφέροντας στη χώρα της το σχέδιο ενεργειακής ανεξαρτησίας της Επιτροπής, REPowerEU, το οποίο θέτει την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων της, ιδίως «μέσω της εξοικονόμησης ενέργειας, της διαφοροποίησης του ενεργειακού εφοδιασμού και της ταχύτερης εξάπλωσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας».

Όμως, ο πόλεμος στην Ουκρανία προκαλεί ανησυχίες για τις επιπτώσεις που ενδέχεται να έχει η προστασία της βιοποικιλότητας στην παραγωγή.

Στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), η οποία εξακολουθεί να ισχύει προσωρινά μέχρι το τέλος του έτους, οι αγρότες με καλλιεργήσιμη γη άνω των 150 στρεμμάτων πρέπει να διασφαλίζουν ότι τουλάχιστον το 5% της γης τους πρέπει να αφιερώνεται σε περιοχές που είναι επωφελείς για τη βιοποικιλότητα, όπως δέντρα, φράχτες ή εκτάσεις που αφήνονται σε αγρανάπαυση.

Όμως, στους νέους κανόνες της ΚΑΠ, που θα τεθούν σε ισχύ από το 2023, η απαίτηση αλλάζει σε 4% της αγρανάπαυσης, ανεξάρτητα από το μέγεθος της εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα οι αγρότες να ζητούν περισσότερη ευελιξία προκειμένου να θέσουν περισσότερες εκτάσεις σε παραγωγή.

«Μια τροποποίηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για περιορισμένο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος για να αντιμετωπιστούν οι παγκόσμιες ελλείψεις στον εφοδιασμό τροφίμων και να υπάρξει συμβολή στην επισιτιστική ασφάλεια», αναφέρεται στην επιστολή ευρωβουλευτών που εστάλη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 18 Μαΐου, φέρνοντας στο προσκήνιο ανησυχίες για το ενδεχόμενο να ξανανοίξει η συζήτηση γύρω από τα περιβαλλοντικά μέτρα της ΚΑΠ.

Περιβαλλοντολόγοι όμως υποστηρίζουν ότι η παραχώρηση αδρανών εκτάσεων θα μπορούσε να έχει επιζήμιες επιπτώσεις στις προσπάθειες προστασίας του κλίματος και της βιοποικιλότητας αλλά περιορισμένη επιπλέον παραγωγή.

Έλληνας πρώην υπουργός Γεωργίας, που ρωτήθηκε σχετικά, εξέφρασε παρόμοιες ανησυχίες καθώς, όπως είπε, είναι αδύνατο να ανησυχούμε για τις επιπτώσεις μιας εξάτμισης στο περιβάλλον αλλά να μη μετράμε τις συνέπειες ενός πολέμου.

Υπάρχουν τεράστιες επιπτώσεις στις καλλιεργούμενες εκτάσεις που ναρκοθετούνται, καθώς βλήματα και πυρομαχικά που δεν έχουν εκραγεί συσσωρεύονται σε καλλιεργήσιμη γη, επεσήμανε στο NPR24 ο Κάρολ Μαφετ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου για τη Διεθνή Περιβαλλοντική Νομοθεσία.

Σύμφωνα με τον Μάφετ, «όταν μιλάμε για τις περιβαλλοντικές συνέπειες του πολέμου, μιλάμε για τις επιπτώσεις στους ανθρώπους και τις τοποθεσίες που εκείνοι ζουν σε μία παρατεταμένη και συχνά πιο ύπουλη μορφή».

Παράλληλα, όμως, παρατηρείται μια υστέρηση σε ό,τι αφορά την επίτευξη των στόχων για ηλεκτροκίνηση στα οχήματα μέχρι το 2030, σύμφωνα με τους στόχους της Κλιματικής Συμφωνίας του Παρισιού.

Η InfluenceMap, μια ερευνητική ΜΚΟ που αξιολογεί τους στόχους και τις πολιτικές των εταιρειών για το κλίμα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι 11 από τις 12 αυτοκινητοβιομηχανίες που υποστηρίζουν δημοσίως τη Συμφωνία του Παρισιού έχουν αντιταχθεί ενεργά στις κυβερνητικές πολιτικές για την επιτάχυνση της μετάβασης στα ηλεκτρικά οχήματα, ιδίως στη σταδιακή κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης.

Εκτός από την Tesla, μόνο η Mercedes-Benz, σε ποσοστό 56%, προβλέπει μια μετάβαση σύμφωνη με τον εν λόγω στόχο, ενώ Ford, Stellantis, Volkswagen και BMW έρχονται πιο κοντά στο όριο του 52% για τη συμβατότητα με τον θερμοκρασιακό στόχο του Παρισιού, με το 36%-46% των στόλων τους να σχεδιάζεται να είναι ηλεκτρικοί το 2029.

«Ως επενδυτές ανησυχούμε για την εικόνα που αποτυπώνεται και η οποία επιβεβαιώνει ότι ορισμένες εταιρείες της αυτοκινητοβιομηχανίας τοποθετούνται στη λάθος πλευρά της ιστορίας, όταν αντιτίθενται ενεργά στους αναγκαίους κανόνες και κανονισμούς που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή», είχε δηλώσει στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Anders Schelde, επικεφαλής του δανέζικου συνταξιοδοτικού ταμείου Akademiker Pension, το οποίο διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ανάμεσα στα οποία και μετοχές της Toyota και της Volkswagen.

Πάντως, παρά τις ανησυχίες που εκφράζονται και το γεγονός ότι η Γερμανία ανακοίνωσε ότι διατηρεί σε ετοιμότητα τις μονάδες παραγωγής άνθρακα, στην Ιταλία εκφράζονται φόβοι ότι η ηλεκτροκίνηση θα περικόψει περίπου 70.000 θέσεις εργασίας, ενώ το 2021 για πρώτη φορά οι πωλήσεις οχημάτων ντίζελ στην Ευρώπη ήταν ίσες με αυτές των υβριδικών οχημάτων.