Βύρων Κοτζαμάνης: «Στα χρόνια της κρίσης η νοσηρότητα του πληθυσμού αυξάνεται» - Free Sunday
Βύρων Κοτζαμάνης: «Στα χρόνια της κρίσης η νοσηρότητα του πληθυσμού αυξάνεται»

Βύρων Κοτζαμάνης: «Στα χρόνια της κρίσης η νοσηρότητα του πληθυσμού αυξάνεται»

Παράλληλα, καταθέτει σειρά προτάσεων για την ανάσχεση του φαινομένου που οδηγεί σε γερασμένο και μικρότερο πληθυσμό της χώρας.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να μου πείτε ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας.

Η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας με τη δημιουργία δύο μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) και η εγκατάλειψη του ύπαιθρου χώρου.
Η εμφάνιση μετά το 2010 ενός νέου κύματος φυγής στο εξωτερικό νέων Ελλήνων αναπαραγωγικής ηλικίας (25-45 ετών) που δεν αναμένεται να ανακοπεί μέχρι τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας.
Η εξαιρετικά χαμηλή γονιμότητα και ο άκρως περιορισμένος αριθμός των γεννήσεων (γύρω στις 90.000 ανά έτος) σε συνδυασμό με τον υψηλό αριθμό των θανάτων (γύρω στους 120.000 ετησίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού μας), που έχουν ως αποτέλεσμα ένα αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων, τάση που σίγουρα δεν πρόκειται να αναστραφεί μέχρι το 2030-2035.
Η δημογραφική γήρανση (δηλαδή η αύξηση του ποσοστού των άνω των 65 ετών και ακόμη περισσότερο η αύξηση του ποσοστού των άνω των 85 ετών), τάση η οποία επίσης δεν πρόκειται να ανακοπεί τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Η μείωση του συνολικού πληθυσμού, η οποία έχει αρχίσει από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και δεν πρόκειται να ανακοπεί επίσης μέχρι το 2035 και η οποία οδηγεί και στη μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-65 ετών) και προφανώς και σε αυτήν του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Πού αποδίδετε εσείς το γεγονός ότι οι Έλληνες γινόμαστε λιγότεροι και γεροντότεροι;

Η μείωση του πληθυσμού μας οφείλεται στο ότι τα δύο ισοζύγια (γεννήσεις - θάνατοι/ είσοδοι στη χώρα μας - έξοδοι από αυτήν) είναι πλέον αρνητικά (και θα παραμείνουν αρνητικά και τις επόμενες δύο δεκαετίες). Η δημογραφική γήρανση οφείλεται αφενός μεν στον μειωμένο (σε σχέση με την περίοδο 1950-1980) αριθμό των γεννήσεων τις τρεις τελευταίες δεκαετίες (γήρανση εκ των «κάτω»), αφετέρου δε στην αύξηση του μέσου όρου ζωής μας (γήρανση εκ των «άνω»), καθώς τα τελευταία 65 χρόνια έχουμε κερδίσει πάνω από 10 χρόνια ζωής (ζούμε δηλαδή πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι γονείς μας και προφανώς και οι παππούδες μας, και επομένως, αφού δεν πεθαίνουμε πλέον στα 68 μας αλλά στα 80 μας, «φορτώνεται» συνεχώς η ηλικιακή ομάδα 65 και άνω).

Κατά την άποψή σας, ποιο είναι το πιο ανησυχητικό από τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας και γιατί;

Η άνιση κατανομή του πληθυσμού μας (υπερσυγκέντρωσή του σε ένα πολύ περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας και εγκατάλειψη του ύπαιθρου χώρου), για την οποία δεν συζητούμε πλέον και πολύ, η σχετικά πρόσφατη μετανάστευση νέων ατόμων (αποτέλεσμα αποκλειστικά της κρίσης), η εξαιρετικά χαμηλή πλέον γονιμότητά μας (οι γυναίκες που γεννήθηκαν λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφεραν στον κόσμο κατά μέσο όρο 2,1 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν γύρω στο 1960 1,75 και οι νεότερες, δηλαδή αυτές που γεννήθηκαν γύρω στο 1980, θα κάνουν πιθανότατα ακόμη λιγότερα: 1,55) και η επιταχυνόμενη γήρανση, καθώς οι άνω των 65 ετών, από 7% το 1951 και 21% του συνολικού πληθυσμού σήμερα, θα αποτελούν το 27%-28% το 2035 και πιθανότατα το 31%-33% το 2050 (οι δε 85 ετών και άνω, από 0,5% του πληθυσμού το 1951, είναι σήμερα το 2,8% και αναμένεται να αποτελούν το 4%-4,5% το 2035 και το 5%-6,5% το 2050). 
Τα τρία τελευταία στοιχεία έχουν/θα έχουν ως επίπτωση τη μείωση του πληθυσμού μας (κυρίως δε τη μείωση των ατόμων εργάσιμης ηλικίας) και, αντιθέτως, την αύξηση τόσο του αριθμού όσο και του ποσοστού των ηλικιωμένων και των υπερηλίκων με όλα τα επάγωγα προβλήματα (ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό, αύξηση συνολικού κόστους υπηρεσιών υγείας, εθνική άμυνα, ελλείμματα μεσοπρόθεσμα στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, δυσκολίες προσαρμογής στα νέα οικονομικά περιβάλλοντα, συντηρητικοποίηση του εκλογικού σώματος κ.λπ.).

Εκτός από την πληθυσμιακή απομείωση στη χώρα έχετε κάνει και κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με την υγεία του πληθυσμού. Μιλήστε μας γι’ αυτές…

Στα χρόνια της κρίσης η νοσηρότητα του πληθυσμού αυξάνεται και επίσης έχει αρχίσει να εμφανίζεται μια σημαντική επιβράδυνση της αύξησης του μέσου όρου ζωής μας. Επομένως, αν αυτή η αύξηση της νοσηρότητας συνεχιστεί, κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην αύξηση των πιθανοτήτων θανάτων στις μεγάλες ηλικίες και κατ’ επέκταση στη μείωση του προσδόκιμου ζωής μας (φαινόμενο μοναδικό στη μεταπολεμική ιστορία των αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, αν εξαιρέσουμε τις χώρες που πέρασαν «βίαια» από την ελεγχόμενη οικονομία στην οικονομία της αγοράς τη δεκαετία του ’90).

Το ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα έχει επισημανθεί εδώ και δεκαετίες. Θεωρείτε ότι η πολιτεία το έλαβε υπ’ όψιν και ότι ενήργησε για την αναστροφή του;

Το δημογραφικό «πρόβλημα» ναι μεν άρχισε να συζητείται την τελευταία εικοσιπενταετία, ωστόσο στην πράξη ελάχιστα μέτρα ελήφθησαν. Τα όποια «μέτρα», που περιορίστηκαν κυρίως στην επιδοματική ενίσχυση των οικογενειών με τέσσερα και περισσότερα παιδιά και στην πρόωρη συνταξιοδότηση των εργαζόμενων γυναικών με ανήλικο παιδί στον δημόσιο και διευρυμένο δημόσιο τομέα, δεν είχαν αποτελέσματα. Ταυτόχρονα, στη χώρα μας, σε αντίθεση με την πλειονότητα των αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη μας με τις ίδιες δημογραφικές τάσεις, δεν υπήρξε και δεν υπάρχει α) σε επίπεδο κυβέρνησης και κεντρικής διοίκησης επιτελική δομή για την παρακολούθηση των εξελίξεων και τη λήψη εγκαίρως συντονισμένων μέτρων και β) ερευνητική δομή για τη μελέτη των πληθυσμιακών-δημογραφικών εξελίξεων και τη διατύπωση προτάσεων.

Τι μπορεί να γίνει για να αναστραφεί αυτή η εικόνα;

Η δημογραφική γήρανση εκ των «άνω», δηλαδή αυτή που οφείλεται στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής μας δεν είναι δυνατόν να ανακοπεί, καθώς όλοι θέλουμε να ζήσουμε περισσότερα χρόνια και μέχρι στιγμής, με τη βοήθεια κυρίως της ιατρικής, το έχουμε επιτύχει. Όπως όμως το πλήθος και το ποσοστό των ηλικιωμένων θα συνεχίσει να αυξάνεται, θα αυξάνονται και οι θάνατοι, με αποτέλεσμα, εάν δεν αυξηθεί σημαντικά η γονιμότητα (και οι γεννήσεις) και το ισοζύγιο είσοδοι-έξοδοι συνεχίσει να είναι αρνητικό, τόσο ο συνολικός πληθυσμός μας όσο και αυτός των άνω των 65 ετών θα μειώνεται. Άρα οι όποιες παρεμβάσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στη μετανάστευση και στη γονιμότητα.
Θα πρέπει επομένως: α) να ανακοπεί η μετανάστευση κυρίως των νέων Ελλήνων και να γίνει η χώρα μας πιο «ελκυστική» για νέους μετανάστες και πρόσφυγες οι οποίοι επιθυμούν να εγκατασταθούν και να δημιουργήσουν σε αυτήν (και όχι να διαμείνουν «καταναγκαστικά» σε αυτήν). Τα προαναφερθέντα προφανώς συνδέονται με την άρδην αλλαγή της οικονομικής κατάστασης και υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης και ανάπτυξης (οι δύο όροι δεν ταυτίζονται). β) Να αυξηθεί η γονιμότητα (και προοδευτικά και οι γεννήσεις). Στην Ελλάδα το μοντέλο του ζευγαριού με περιορισμένο αριθμό παιδιών έχει πλέον επικρατήσει, οι στάσεις και οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει, οι νεότεροι έχουν υιοθετήσει διαφορετικές συμπεριφορές από αυτές των γονιών τους και οι αλλαγές αυτές οδηγούν και στη συρρίκνωση και προοδευτική εξαφάνιση των πολύτεκνων οικογενειών (πάνω από τρία παιδιά). Έτσι, στον βαθμό που οι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί και θεσμικοί παράγοντες εξελίσσονται, ακολουθώντας αργές συγκλίνουσες πορείες στον ευρωπαϊκό χώρο, οι δημογραφικές μας συμπεριφορές δεν αποκλίνουν πλέον σημαντικά από αυτές της πλειοψηφίας των αναπτυγμένων χωρών, στον βαθμό που εγγράφονται στο πλαίσιο ενός νέου τύπου οικογένειας (οικογένειας-προνομιακού χώρου για την πραγμάτωση μιας στο έπακρο απαιτητικής «ευτυχίας»). Η νόρμα τοποθετείται πλέον γύρω από τα δύο παιδιά για την πλειοψηφία των νέων και η υλοποίηση του στόχου αυτού με τα διαθέσιμα πλέον αντισυλληπτικά μέσα είναι εφικτή, ενώ ταυτόχρονα η απόκτηση παιδιών για ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού μας καθίσταται σήμερα, με την υφιστάμενη κρίση (ανεργία, πτώση των εισοδημάτων και κυρίως αβεβαιότητα για το μέλλον), προβληματική.
Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η όποια αλλαγή των αναπαραγωγικών μας συμπεριφορών, η οποία απαιτεί βάθος χρόνου και ενεργές τομεακές πολιτικές, προϋποθέτει την πλήρωση δύο συνθηκών: αφενός μεν την προοδευτική αλλαγή των κυρίαρχων αξιών και την αντικατάστασή τους από αξίες που, εκτός των άλλων, «ευνοούν» περισσότερο την τεκνογονία, αφετέρου δε, και κυρίως, τη δημιουργία ενός γενικότερου περιβάλλοντος και τη λήψη ειδικών μέτρων (και όχι επιδοματικού χαρακτήρα) που να επιτρέπουν την υλοποίηση του επιθυμητού μεγέθους οικογένειας. Οι δύο όμως αυτές συνθήκες –ιδιαίτερα δε η πρώτη– δεν πληρούνται προς το παρόν (και δεν διαθέτουμε ενδείξεις για τη μελλοντική τους πλήρωση).
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι, στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής και του κράτους-πρόνοιας, δεν πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα που να διευκολύνουν τα νέα ζευγάρια να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν. Στον βαθμό όμως που η εξέλιξη της πορείας της γονιμότητας, τόσο στη χώρα μας όσο και στην πλειονότητα των αναπτυγμένων χωρών της ηπείρου μας, συνδέεται με βαθύτατα ριζωμένους στις δυτικές αναπτυγμένες κοινωνίες μηχανισμούς και αξίες, τα όποια μέτρα (μέτρα που επιπλέον είναι εξαιρετικά δύσκολο να ληφθούν σε μια περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης) δεν πρόκειται να αυξήσουν άμεσα σημαντικά τη γονιμότητα και τον αριθμό των γεννήσεων (πόσο μάλλον που ο αριθμός των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία θα μειωθεί σίγουρα μέχρι το 2035). Έτσι, κατά τη γνώμη μου, αφενός μεν θα ήταν πλέον ρεαλιστικό να οργανωθούμε και να «προγραμματίσουμε» την πορεία μας βραχυπρόθεσμα με βάση τις υπάρχουσες δημογραφικές πραγματικότητες, αφετέρου δε να λάβουμε άμεσα και προοδευτικά μέτρα που θα αποδώσουν μεσοπρόθεσμα, αυξάνοντας τη γονιμότητα των ζευγαριών που γεννήθηκαν μετά το 1990 γύρω στα 1,8-2 παιδιά ανά γυναίκα (και τις γεννήσεις μετά το 2030 σε πάνω από 110.000 ανά έτος έναντι περίπου 92.000 ετησίως την τρέχουσα δεκαετία).

Ποιος θεωρείτε ότι θα μπορούσε να είναι ο ρόλος των προσφύγων και των μεταναστών στη δημογραφική ανανέωση των αναπτυγμένων χωρών και υπό ποιες προϋποθέσεις;

Η είσοδος και εγκατάσταση αλλοδαπών (προσφύγων και μεταναστών) μπορεί βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα να αναχαιτίσει/επιβραδύνει τη μείωση του πληθυσμού (ειδικότερα δε του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας) και τη γήρανσή του, καθώς ηλικιακά είναι πολύ νεότεροι από τους «γηγενείς». Όμως α) και αυτοί προοδευτικά γηράσκουν και θα πρέπει να «αντικατασταθούν» από νεότερους, β) η αυξημένη αρχικά γονιμότητά τους προοδευτικά μειώνεται και στο τέλος ελάχιστα διαφοροποιείται από αυτήν των «γηγενών» και γ) αν δεν αυξηθεί η υφιστάμενη γονιμότητα, θα πρέπει διαρκώς να προσφεύγουμε σε αυτούς, με αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο πληθυσμός τους και το ειδικό τους βάρος, γεγονός που δημιουργεί και θα συνεχίσει να δημιουργεί εντάσεις (πόσο μάλλον όταν τα μέτρα για την κοινωνική, οικονομική και πολιτική τους ενσωμάτωση είναι ελλιπή και τα πολιτισμικά τους πρότυπα δεν τη διευκολύνουν).
(0 ψήφοι)