«Το νυφικό κρεβάτι»: Δύο ηθοποιοί δαμάζουν τα ανοιχτά θέατρα - Free Sunday
«Το νυφικό κρεβάτι»: Δύο ηθοποιοί δαμάζουν τα ανοιχτά θέατρα

«Το νυφικό κρεβάτι»: Δύο ηθοποιοί δαμάζουν τα ανοιχτά θέατρα

Η μία αγάπη του Ολλανδού συγγραφέα Γιάν ντε Χάρντογκ (1914-2002) υπήρξε το ναυτικό μυθιστόρημα και η άλλη η θεατρική τέχνη, στην οποία εντρύφησε ενόσω εργαζόταν ως ηθοποιός και δραματουργός στο Δημοτικό Θέατρο του Άμστερνταμ. Μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας αρνηθεί να συνεργαστεί με τις δυνάμεις κατοχής για ένα θέατρο της ναζιστικής προπαγάνδας, θα απομακρυνθεί από τα καθήκοντά του και, αργότερα, μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, θα καταφύγει στη Μεγάλη Βρετανία. Με τη λήξη του πολέμου θα εγκατασταθεί στο Τέξας των ΗΠΑ για να δραστηριοποιηθεί στους κύκλους των Κουακέρων.

Κατά την παραμονή του στην Αμερική θα ανασύρει από το συρτάρι του ένα θεατρικό για δύο πρόσωπα που είχε γράψει: Επρόκειτο για «To νυφικό κρεβάτι» («Τhe Fourposter»), μια γλυκόπικρη κομεντί-ύμνο στη συζυγική πίστη. Όλως περιέργως, το έργο θα δει τα φώτα της ράμπας, θα βραβευτεί το 1952 με Βραβείο Τόνι, θα γίνει ταινία και, χρόνια μετά, θα διασκευαστεί σε μιούζικαλ με τον τίτλο «I Do! I Do!». Πρωτότυπο για τα μέχρι τότε δεδομένα της αμερικάνικης δραματουργίας, όντας ένα έργο για δύο μόνο πρόσωπα, εκφεύγει των στενών ορίων ενός ανάλαφρου μπουλβάρ, χωρίς, από την άλλη, να κατακτά μια θέση στο ίδιο κάδρο με βαθιά στοχαστικά δείγματα της παγκόσμιας θεατρικής εργογραφίας που περιστρέφονται γύρω από τη σχέση γυναίκας - άνδρα κατά τη συμβίωσή τους, όπως, για παράδειγμα, με τον «Πατέρα» και με τον «Χορό του θανάτου» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ ή, ακόμα, και με το «Vieux ménages» του Οκτάβ Μιρμπώ. Η ιδιοτυπία του συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι ο πραγματικός πρωταγωνιστής δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο χρόνος. Τα πρόσωπα απλώς καλούνται να τον αναπαραστήσουν, προσδίδοντάς του μια σάρκινη υπόσταση και ερμηνεύοντας τον διττό ρόλο του: φθοροποιό αλλά και ευεργετήριο. Μέσα από τις σκηνές του έγγαμου βίου, αρχής γενομένης από την πρώτη νύχτα του γάμου και συνεχίζοντας με τους μεγάλους σταθμούς (τη γέννηση και την ανατροφή των παιδιών, τις απιστίες, τις προσωπικές κρίσεις, την επέλαση του γήρατος), ο συγγραφέας δεν παραλείπει να φωτογραφίσει και πτυχές του εαυτού του.

 Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ρήγας έχει αποδείξει ότι την ίδια στιγμή που πρωταγωνιστεί σε μια τηλεοπτική κουλτούρα, όπου κατισχύουν οι σουρεάλ εκρήξεις και οι μεταμοντέρνες συνθέσεις, γοητεύεται από τη θερμοκρασία που εκπέμπουν περιοχές του θεατρικού ρεπερτορίου παλαιότερων εποχών. Μόνο που δεν επαναπαύεται στο ότι το κοινό θα αφεθεί από μόνο του σε μια περιπλάνηση μέσα στον χρόνο. Μέλημά του είναι να βρει κοινές συντεταγμένες με το σημερινό συντακτικό εκδηλώσεων, συμπεριφορών ακόμα και εκφοράς του λόγου. Ως εκ τούτου, στην παράσταση του έργου του Γιάν ντε Χάρτογκ που σκηνοθέτησε με πρωταγωνιστές την Πηνελόπη Αναστασοπούλου και τον Ορέστη Τζιόβα, και η οποία παρουσιάζεται φέτος το καλοκαίρι σε μεγάλη περιοδεία, συνυπάρχουν οι ατμόσφαιρες της Βικτωριανής και της Εδουαρδιανής εποχής με αναγνωρίσιμους σύγχρονους κώδικες, δημιουργώντας, με αυτόν τον τρόπο, δύο επάλληλα πλαίσια πρόσληψης, ένα κυρίαρχο και ένα υπολανθάνον. Το αποτέλεσμα, παρ’ όλα αυτά, διαθέτει ρυθμό, δυναμικά κανάλια επικοινωνίας μεταξύ των ηθοποιών, γλαφυρές μεταστροφές και μια εστίαση στους χαρακτήρες και στη μεταξύ τους σχέση, παρά το γεγονός ότι οι παραστάσεις λαμβάνουν χώρα σε ανοιχτά θέατρα όπου ευνοούνται οι περισπασμοί. Η Πηνελόπη Αναστασοπούλου ακολουθεί το ψυχολογικό διάγραμμα της ηρωίδας της με τη μεγαλύτερη δυνατή συνοχή που μπορεί να υπηρετήσει σε ένα έργο δομημένο σε μεγάλα χρονικά άλματα, αποκρυσταλλώνοντας εντέλει ένα μεστό και αυθεντικό πορτρέτο. Ο Ορέστης Τζιόβας, έχοντας επίγνωση του σκηνικού παλμού που επιβάλλει η σκηνοθετική γραμμή, τον υπηρετεί με όλες τις δυνάμεις του, αν και ενίοτε καθ’ υπερβολήν, μεριμνώντας παράλληλα να καταδείξει με χιούμορ, αλλά και με ειλικρινή συμπάθεια, το εσώτερο στρώμα της ανασφαλούς ανδρικής φύσης.

Στο τέλος της παράστασης πλανάται το εύλογο ερώτημα γιατί η διαχείριση μιας σκηνής στην οποία παρουσιάζονται πρόσωπα τρίτης ηλικίας πρέπει να παραπέμπει υποχρεωτικά στην οριζόντια διακωμώδηση, ενώ γεννάται και ο προβληματισμός για το κατά πόσο η τηλεοπτική αισθητική, όπως τη βιώνουμε, μπορεί να υπονομεύσει τις υποκριτικές ποιότητες ταλαντούχων ηθοποιών.

  

Διασκευή - Απόδοση: Αλέξανδρος Ρήγας, Δημήτρης Αποστόλου

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ρήγας

Πρωταγωνιστούν: Πηνελόπη Αναστασοπούλου, Ορέστης Τζιόβας

Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Αγοράς

Ενδυματολόγος: Ελένη Μπλέτσα

Φωτισμοί: Πέτρος Γάλλιας

Λήξη παραστάσεων: 10 Σεπτεμβρίου

Ώρα έναρξης: Ιούλιος / Αύγουστος στις 21:30

Διάρκεια παράστασης: 100 λεπτά