Κυβερνητική ικανοποίηση με αστερίσκους - Free Sunday
Κυβερνητική ικανοποίηση με αστερίσκους

Κυβερνητική ικανοποίηση με αστερίσκους

Λίγο καλύτερα του αναμενομένου, χειρότερα των προσδοκιών. Κάπως έτσι μπορεί να περιγραφεί η αντίδραση της κυβέρνησης στις αποφάσεις του Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Κι αυτό διότι μπορεί το αποτέλεσμα της συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης να ξεπέρασε τον –πολύ χαμηλό– πήχη που είχε τεθεί μετά το ναυάγιο της 22ας Μαΐου και να συντηρεί αρκετά από τα αφηγήματα της κυβέρνησης, ωστόσο οι στόχοι που είχαν τεθεί από την αρχή της διαπραγμάτευσης για συνολική λύση μάλλον παραπέμπονται για μετά το τέλος του προγράμματος.

Τι πήρε η Ελλάδα

Συνοπτικά, το Eurogroup αποφάσισε το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και την εκταμίευση μιας ενισχυμένης δόσης, ύψους 8,5 δισ. ευρώ, αντί των 7 δισ. που ήταν αρχικά. Επίσης, έληξε και το σίριαλ με την παρουσία του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, καθώς η Κριστίν Λαγκάρντ είπε ότι θα εισηγηθεί την «επί της αρχής» συμμετοχή του Ταμείου (και με χρήματα, έστω κι αν το ποσό περιορίζεται στα 2 δισ. δολάρια και θα εκταμιευτεί μετά το τέλος του προγράμματος ή, εν πάση περιπτώσει, όταν αποσαφηνιστούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος). Τέλος, όσον αφορά τις ρυθμίσεις για το χρέος, εντάχθηκε στην απόφαση αναφορά στην ανάπτυξη και όρια στο πόσο θα πληρώνει η Ελλάδα ετησίως για την αποπληρωμή των δανείων (15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και 20% μακροπρόθεσμα), ενώ η πολιτική δέσμευση του Eurogroup ότι η Ελλάδα θα βοηθηθεί στην έξοδο στις αγορές στο τέλος του προγράμματος συντηρεί το κυβερνητικό αφήγημα και μια θετική έκθεση βιωσιμότητας του ΔΝΤ στα τέλη Ιουλίου μπορεί να το ενισχύσει ακόμα περισσότερο, στέλνοντας ισχυρό μήνυμα στις αγορές. Τα παραπάνω θεωρείται ότι δίνουν στην κυβέρνηση ένα ικανό χρονικό διάστημα για να ασχοληθεί με τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας χωρίς να δέχεται πιέσεις από τους δανειστές και χωρίς να χρειάζεται να περάσει από τη Βουλή νέα οδυνηρά μέτρα, όπως τα προαπαιτούμενα για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, επιδιδόμενη σε επιχείρηση αναστροφής του αρνητικού γι’ αυτήν κλίματος στο εκλογικό σώμα.

Οι «απώλειες»

Από την άλλη πλευρά, η κυβερνητική στόχευση για συνολική λύση στο ζήτημα των μεσοπρόθεσμων μέτρων για τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους και πάλι έπεσε στο κενό, καθώς φαίνεται ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αρνήθηκε για άλλη μια φορά να συζητήσει κάτι τέτοιο (σημειώνεται ότι το Eurogroup είχε σχετικά μικρή διάρκεια, που σημαίνει ότι τα πράγματα ήταν λίγο-πολύ αποφασισμένα). Επίσης, παρά την πρώτη θετική αντίδραση της ΕΚΤ, το ζήτημα της ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης παραμένει μετέωρο και θα φανεί στη συνέχεια αν η Ευρωτράπεζα, η οποία δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από το Βερολίνο να τερματίσει «εδώ και τώρα» τη χαλαρή νομισματική πολιτική που ασκεί, θα εντάξει τελικά τη χώρα στο QE. Και, φυσικά, ούτε λόγος για μείωση της απαίτησης των δανειστών για πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, ενώ τα συγχαρητήρια του Eurogroup προς την κυβέρνηση για την υιοθέτηση του συνόλου των προαπαιτούμενων μέτρων μπορούν να μεταφραστούν και ως ειδοποίηση ότι η εφαρμογή τους θα τελεί υπό διαρκή παρακολούθηση, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο το κλίμα στην ήδη ασφυκτιούσα οικονομία.

«Καθοριστικό βήμα, σαφές σήμα στις αγορές»

Το μήνυμα σχετικά με το πώς αντιμετωπίζει η κυβέρνηση τις αποφάσεις του Eurogroup έστειλε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο. Προσερχόμενος στο Προεδρικό Μέγαρο, ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι η απόφαση του Eurogroup αποτελεί «καθοριστικό βήμα, που στέλνει σαφές σήμα προς τις αγορές», προσθέτοντας ότι στην απόφαση υπάρχει «σαφής δέσμευση για το οριστικό τέλος των μνημονίων με την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος». Ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε ότι «τώρα πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας και όχι να χαλαρώσουμε, ώστε να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για μια δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, που, όμως, θα μεταφραστεί και στο επίπεδο της ζωής και της καθημερινότητας των πολιτών, σε μια προοπτική δίκαιης ανάπτυξης και επούλωσης των μεγάλων πληγών της κρίσης». Από την πλευρά του, ο κ. Παυλόπουλος είπε ότι η απόφαση του Eurogroup αποτελεί αφετηρία της τελικής μεγάλης προσπάθειας για την οριστική έξοδο της χώρας από την κρίση που έχει ταλανίσει τον λαό, ο οποίος έχει κάνει τόσες άδικες θυσίες, υπογραμμίζοντας ότι «με αφορμή την Ελλάδα και την ελληνική κρίση αποδείχθηκε πως η αρχή της αλληλεγγύης λειτουργεί. Χρειαζόμαστε μια ισχυρή Ευρώπη και πλέον μπορούμε να φτιάξουμε την Ευρώπη που θέλουμε».

Στη Βουλή φέρνει την απόφαση η ΝΔ

Μπορεί η κυβέρνηση να εκφράζει την ικανοποίησή της για τη συμφωνία στο Eurogroup, ωστόσο η ΝΔ μοιάζει να διαφωνεί καθέτως. Μετά τη λήξη της συνεδρίασης το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης σημείωσε ότι «δυστυχώς για τη χώρα, η κυβέρνηση πέρασε, για μία ακόμα φορά, κάτω από τον πήχη που η ίδια είχε θέσει. Ολοκληρώθηκε η δεύτερη αξιολόγηση με τεράστια καθυστέρηση και βαρύ κόστος για τους πολίτες. Η χώρα μας παίρνει μια δόση ύψους 8,5 δισ. ευρώ, πολύ χαμηλότερη από τις ανάγκες της οικονομίας, αλλά και από την πρόβλεψη της συμφωνίας. Παρά το ότι ψήφισε ένα σκληρότατο τέταρτο μνημόνιο, με νέα μέτρα μέχρι το 2022 και πολύ ψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δεν πήρε καμία ουσιαστική, θετική απόφαση για το χρέος, παρά τις διαβεβαιώσεις του κ. Τσίπρα προς τους βουλευτές του για να το ψηφίσουν. Η ουσιαστική συζήτηση για το χρέος μετατίθεται για το τέλος του προγράμματος, μετά τα μέσα του 2018. Δεν φαίνεται να πετυχαίνει την ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ στους επόμενους μήνες. Δεν πήρε καμία ουσιαστική βελτίωση σε σχέση με τη συμφωνία που πριν τρεις εβδομάδες απέρριψε. Η κυβέρνηση πήρε ό,τι της έδωσαν. Και οι λεονταρισμοί του κ. Τσίπρα αποδείχθηκαν μια χιλιοπαιγμένη επικοινωνιακή μεθόδευση η οποία δεν πείθει πλέον κανέναν». Προς επίρρωση, μάλιστα, των ενστάσεών της, ο ίδιος ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε από τον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση τη διεξαγωγή προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης για τις αποφάσεις του Eurogroup, σημειώνοντας ότι «η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος έκλεισε με 16 μήνες καθυστέρηση, γεγονός που προκάλεσε μεγάλο κόστος στους Έλληνες πολίτες και στην οικονομία» και ότι το αίτημα κατατίθεται «για να μάθει ο ελληνικός λαός την αλήθεια».