Ατμόσφαιρα δραχμής - Free Sunday
Ατμόσφαιρα δραχμής

Ατμόσφαιρα δραχμής

Αρκεί να παρακολουθούσε κανείς για λίγο τη συζήτηση στη Βουλή με αφορμή το πόρισμα της Εξεταστικής για τα δάνεια σε κόμματα και ΜΜΕ για να συμπεράνει ότι δεν υπάρχει ελπίδα και αν υπάρξει θα είναι κατά τύχη, για λόγους άσχετους προς το εγχώριο γίγνεσθαι.
  • Ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας εξήγγειλε το αδύνατο, δηλαδή την ολοκλήρωση της αξιολόγησης χωρίς προληπτική νομοθέτηση νέων μέτρων, ενώ είναι γνωστό ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στο σύνολό τους έχουν υιοθετήσει την ατζέντα του ΔΝΤ για μειώσεις συντάξεων, του αφορολόγητου και του κόστους του Δημοσίου την περίοδο μετά το 2018 με δεσμεύσεις που θα αναληφθούν τώρα.
  • Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκης καταλόγισε όλη την ευθύνη για το αδιέξοδο στην κυβέρνηση και στην αναξιοπιστία της, ενώ οι πιστωτές ζητούν μέτρα που θα εφαρμόσει η επόμενη κυβέρνηση, αυτή δηλαδή που ο ίδιος φιλοδοξεί να σχηματίσει, και επομένως δείχνουν στην πράξη με τον πιο εναργή τρόπο ότι θεωρούν αναξιόπιστη τη χώρα στο σύνολό της, δηλαδή και το δικό του κόμμα.
  • Ο πρόεδρος της Βουλής Ν. Βούτσης αρπάχτηκε με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτο με διαδικαστικό πρόσχημα, αλλά επί της ουσίας λόγω του ενδοκυβερνητικού εκνευρισμού που έχει προκαλέσει η αποκάλυψη από το Bloomberg της επιστολής του κ. Τσακαλώτου προς τους πιστωτές με την οποία τους ενημέρωσε ότι μόνο το 30% των προαπαιτούμενων για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης έχει υλοποιηθεί, ενώ ο πρωθυπουργός νωρίτερα έδινε διαβεβαιώσεις ότι η ελληνική πλευρά έχει διανύσει την απόσταση που της αναλογεί.
 
Αλλά πόση σημασία έχει ό,τι λέει ο Αλ. Τσίπρας; Όχι μεγάλη. Είχε πει ότι είναι ή ανόητος ή προδότης όποιος μιλάει για ελληνική έξοδο από την Ευρωζώνη και πριν αυτό ξεχαστεί πετάχτηκε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Ξυδάκης για να μας πει ότι πρέπει να συζητηθεί στη Βουλή η επιστροφή στη δραχμή, όχι επειδή το πιστεύει αλλά επειδή δεν πρέπει να δαιμονοποιείται οποιαδήποτε σκέψη εδώ που φτάσαμε. Άδικο έχει; Δεν έχει, δεδομένου ότι έτσι κι αλλιώς το πολιτικό σύστημα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συζητάει στο Κοινοβούλιο και στα κανάλια, αφού δεν έχει κάτι άλλο να κάνει, όπως, για παράδειγμα, να εκπονήσει ένα σχέδιο για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την αποτροπή του κινδύνου της χρεοκοπίας που –ξανά– καραδοκεί.
 

Ο καιρός εγγύς

Ο χρόνος πιέζει και αυτή τη φορά η προθεσμία είναι πραγματική. Είτε θα γίνει συμφωνία με τους πιστωτές μέχρι αρχές Μαρτίου (με καθοριστικό το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου) είτε θα χαθεί το τρένο της ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και θα πάμε σε εκλογές ή σε ένα καλοκαίρι που θα αποτελεί επανάληψη του καλοκαιριού του 2015 σε πιο δραματική εκδοχή. 
 
Σε περίπτωση συμβιβασμού, μένει να φανεί αν θα αντέξουν οι 153 την ψήφιση των νέων μέτρων, τα οποία μέχρι τώρα ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει πως δεν θα υπάρξουν, ή θα λυγίσουν κάτω από το βάρος μιας ακόμη επίδειξης μνημονιακής συνέπειας που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα φέρει την άνοιξη, δηλαδή το τέλος αυτής της πορείας.
 
Με βάση τις πληροφορίες που κυκλοφορούν, η κυβέρνηση έχει δεχτεί ήδη τη μείωση του αφορολόγητου, βάζει τις συντάξεις στον κόφτη, με την έννοια ότι θα κόβονται αν δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι, υποχωρούν στα εργασιακά στο θέμα των ομαδικών απολύσεων και καταπίνουν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια μπροστά, ζητώντας ορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και μια δήλωση του Eurogroup που θα λέει ότι τα μέτρα που θα ψηφιστούν δεν θα ισχύσουν εφόσον δεν παρουσιαστούν δημοσιονομικές αποκλίσεις.
 
Τίποτα δεν προεξοφλείται και τίποτα δεν αποκλείεται, καθώς εκδηλώνονται ατάκτως κοινωνικές εντάσεις: αντιπαράθεση αγροτών με τα ΜΑΤ και μπλόκα, απλήρωτες καθαρίστριες έξω από το Μέγαρο Μαξίμου και το «α πάγαινε από δω, ρε» του υφυπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής Γ. Μπαλάφα σε αγανακτισμένο πολίτη της Σάμου την ώρα που ακόμη δεν έχει αρχίσει η απόδοση του πολιτικού κόστους από το χαράτσι στους κατόχους δελτίου παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι από τέλος Φεβρουαρίου και κάθε μήνα θα πληρώνουν εισφορά για εισοδήματα που δεν έχουν (αφού ο καταλογισμός θα γίνει με βάση τις απολαβές του 2015!) και για σύνταξη που δεν θα πάρουν.
 

Λογική και τρέλα

Η λογική λέει ότι μόνο ένα εθνικό μέτωπο θα μπορούσε να αλλάξει την εικόνα και να προστατέψει τη χώρα από την κατρακύλα. Αλλά βρισκόμαστε μακριά από κάτι τέτοιο και πολύ μέσα στον διχασμό και στην πόλωση για τους εντελώς λάθος λόγους, δηλαδή στο όνομα του blame game για το ποιος μας κατέστρεψε περισσότερο, οι τωρινοί ή οι προηγούμενοι. 
 
Και αυτή η κλοτσοπατινάδα εξελίσσεται ενώ κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πόσο θα τραβήξει το σκοινί η Άγκυρα του Ερντογάν στο Αιγαίο, τι άλλο θα συμβεί με φόντο το προσφυγικό πέρα από τους τρεις θανάτους μέσα σε λίγες μέρες στη Μόρια της Λέσβου, ποιος θα είναι ο πολιτικός χάρτης στην Ε.Ε. μετά τις εκλογές σε Ολλανδία (Μάρτιος), Γαλλία (Μάιος) και Γερμανία (Σεπτέμβριος).
 
Μέσα σε όλα μπερδεύτηκε και η Δημοκρατική Συμπαράταξη, όπου άλλος (Βενιζέλος) ζητάει εκλογές, άλλος (Θεοχαρόπουλος της ΔΗΜΑΡ) ζητάει Οικουμενική από την παρούσα Βουλή και η αρχηγός προσπαθεί να συνδυάσει τα ασύνδετα προτείνοντας κυβέρνηση εθνικής ενότητας με συμμετοχή ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μετά από εκλογές, αφού τώρα δεν είναι εφικτό. Όποιος καταλαβαίνει ας το πει και σ’ εμάς που δεν βγάζουμε άκρη.
 
Είναι βέβαιο ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά: Το πρόγραμμα δεν βγαίνει, η κυβέρνηση δεν μπορεί, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν αλλάζει, η Ε.Ε. πάει από το κακό στο χειρότερο, οι οικονομικές και κοινωνικές αντοχές εξαντλούνται, ο αντιευρωπαϊσμός ενισχύεται, η κουλτούρα της δραχμής ανθεί.
 
Στοιχεία για την υπερσυγκέντρωση του πλούτου στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον πλανήτη παρουσιάζονται στην τελευταία έκθεση της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse και δείχνουν ότι το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 48% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ στην Ελλάδα το 1% συγκεντρώνει το 56,1% του εγχώριου πλούτου. Τα στοιχεία για την Ελλάδα καταδεικνύουν μάλιστα πως το 1% ενισχύθηκε την περίοδο της κρίσης. Ειδικότερα, το πλουσιότερο 1% των Ελλήνων κατείχε το 2000 το 54,1% του εγχώριου πλούτου, το 2007 το 48,6%, ενώ το 2014 το 56,1%. Πώς το πετύχαμε αυτό; Απάντηση δεν υπάρχει, γιατί δεν τίθεται καν το ερώτημα από εκείνους που έχουν την ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση και απ’ όσους τη διεκδικούν (ξανά).