Στα «χαρακώματα» για τα εργασιακά - Free Sunday
Στα «χαρακώματα» για τα εργασιακά

Στα «χαρακώματα» για τα εργασιακά

Ένα πρώτο μείζον «πεδίο μάχης» για την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση φαίνεται ότι αποτελεί ο νέος αναπτυξιακός νόμος, ο οποίος τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και περιλαμβάνει σημαντικές αλλαγές στο τοπίο των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Το σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων έρχεται μετά την παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, απ’ όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο για ανάγκη «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας, και ήδη έχει πυροδοτήσει σκληρή αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατηγορεί την κυβέρνηση για απόπειρα επιστροφής των εργασιακών στην περίοδο 2010-2014.

Τι προβλέπεται

Το εύρος των διατάξεων που το νομοσχέδιο περιλαμβάνει για τα εργασιακά ζητήματα είναι μεγάλο και καλύπτει διάφορα θέματα. Έτσι, όσον αφορά τις συλλογικές συμβάσεις, το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι «οι εθνικές και τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις είναι δυνατόν να θεσπίζουν ειδικούς όρους ή να εξαιρούν από την εφαρμογή συγκεκριμένων όρων τους εργαζομένους που απασχολούνται σε ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεις, όπως επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως κατεξοχήν επιχειρήσεις σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή εξυγίανσης», ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εξειδίκευση των κριτηρίων των εξαιρέσεων θα γίνεται με υπουργική απόφαση. Παράλληλα, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι η επιχειρησιακή σύμβαση υπερισχύει της κλαδικής «κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης».

Περί διαιτησίας

Αλλάζουν όμως τα δεδομένα και για την προσφυγή στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), καθώς προβλέπεται ότι «η προσφυγή στη διαιτησία μπορεί να γίνεται σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων με συμφωνία των μερών», ενώ μονομερής προσφυγή στον ΟΜΕΔ επιτρέπεται μόνο «εάν η συλλογική διαφορά αφορά επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας και εάν η συλλογική διαφορά αφορά στη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας και αποτύχουν οριστικά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και η επίλυσή της επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Οριστική αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα θεωρείται ότι υπάρχει εφόσον σωρευτικά (i) έληξε η κανονιστική ισχύς τυχόν υπάρχουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας και (ii) έχει εξαντληθεί κάθε άλλο μέσο συνεννόησης και συνδικαλιστικής δράσης, ενώ το μέρος που προσφεύγει μονομερώς στη διαιτησία συμμετείχε στη διαδικασία μεσολάβησης και αποδέχθηκε την πρόταση μεσολάβησης. Μάλιστα, μια απόφαση του ΟΜΕΔ θα θεωρείται άκυρη εφόσον «δεν περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία».

Έλεγχος στη μερική και αδήλωτη απασχόληση

Από την άλλη, το σχέδιο νόμου επιχειρεί να βάλει τάξη στο πεδίο της μερικής απασχόλησης, καθώς προβλέπει ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική. Αν η συμφωνία αυτή δεν καταρτιστεί εγγράφως ή δεν γνωστοποιηθεί εντός οκτώ ημερών από την κατάρτισή της στην οικεία επιθεώρηση εργασίας, τεκμαίρεται η πλήρης απασχόληση του μισθωτού. Παράλληλα, προβλέπεται ότι αν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχη αμοιβή με προσαύξηση 12% επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα εργασίας που θα παράσχει. Επίσης, ο μερικώς απασχολούμενος, επί προσφοράς εργασίας με ίσους όρους από μισθωτούς της ίδιας κατηγορίας, έχει δικαίωμα προτεραιότητας για πρόσληψη σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση. Ο χρόνος της μερικής απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη ως χρόνος προϋπηρεσίας, όπως και για τον συγκρίσιμο εργαζόμενο. Για τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας αυτής, μερική απασχόληση που αντιστοιχεί στον κανονικό (νόμιμο ή συμβατικό) ημερήσιο χρόνο του συγκρίσιμου εργαζομένου αντιστοιχεί σε μία ημέρα προϋπηρεσίας. Όσον αφορά τη «μαύρη» εργασία, το νομοσχέδιο αναφέρει ότι «Ειδικός Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή ελεγκτής των Περιφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων Ασφάλισης ή αρμόδιος υπάλληλος του ΕΦΚΑ που διαπιστώνει τη μη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον εργοδότη επιβάλλει στον εργοδότη πρόστιμο ποσού 10.500 ευρώ για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων. Σε περίπτωση υποτροπής του εργοδότη, η οποία διαπιστώνεται εντός 3 ετών από τον πρώτο έλεγχο, το πρόστιμο, ανά εργαζόμενο, επιβάλλεται προσαυξημένο ως εξής: α) κατά 100% για την πρώτη μετά την αρχική παράβαση και β) κατά 200% για κάθε μεταγενέστερη παράβαση, που διαπιστώνεται σε έλεγχο διενεργούμενο σε διαφορετική ημερομηνία». Επίσης, για το φαινόμενο της καθυστέρησης καταβολής δεδουλευμένων το νομοσχέδιο προβλέπει ότι «θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου πέραν των 2 μηνών από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης».

Σφοδρές αντιδράσεις

Όπως ήταν φυσικό, οι αλλαγές στα εργασιακά που προωθεί η κυβέρνηση προκάλεσαν τη σφοδρή αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος υποστήριξε ότι «έναν χρόνο μετά την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, με αποτέλεσμα τη βελτίωση των όρων εργασίας για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, η κυβέρνηση της ΝΔ με το νέο “αναπτυξιακό” νομοσχέδιο γυρίζει τα εργασιακά δικαιώματα πίσω ολοταχώς, στην περίοδο 2010-2014, όταν καταργούσαν τις βασικές αρχές των συλλογικών συμβάσεων εργασίας», προσθέτοντας ότι το νομοσχέδιο «δίνει τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις να εξαιρούνται από τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας και να υπερισχύει η επιχειρησιακή ακόμα και αν έχει δυσμενέστερους όρους για τους εργαζόμενους. Συγχρόνως, με την υπογραφή τοπικών συμβάσεων θα μπορούν να μειώνονται τοπικά οι μισθοί των εθνικών κλαδικών συμβάσεων, περιορίζει τη δυνατότητα επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων θέτοντας όρους και προϋποθέσεις που την καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη και κάνει ουσιαστικά αδύνατη τη μονομερή προσφυγή των συνδικάτων στη διαιτησία, στις περιπτώσεις που οι εργοδότες δεν συμφωνούν στην υπογραφή συλλογικής σύμβασης».
Από την πλευρά του, το ΚΙΝΑΛ υποστήριξε ότι «τα άρθρα του νομοσχεδίου που αφορούν ιδιαίτερα τις συλλογικές διαπραγματεύσεις επαναφέρουν τη λογική της εσωτερικής υποτίμησης, μειώνουν δραστικά τα δικαιώματα και τις αμοιβές των εργαζομένων», ενώ το ΚΚΕ υπογράμμισε ότι «η κατάργηση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, με τις δυνατότητες που δίνονται στους εργοδότες να μην τις εφαρμόζουν και το παραπέρα χτύπημα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με τα νέα προκλητικά προνόμια στο κεφάλαιο, που περιλαμβάνει το αναπτυξιακό νομοσχέδιο, καταρρίπτουν τον μύθο ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι για όλους».