Ιφ. Καμτσίδου: «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επηρεάσει πιο ουσιαστικά τις συνταγματικές αλλαγές» - Free Sunday
Ιφ. Καμτσίδου: «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επηρεάσει πιο ουσιαστικά τις συνταγματικές αλλαγές»

Ιφ. Καμτσίδου: «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επηρεάσει πιο ουσιαστικά τις συνταγματικές αλλαγές»

Την άποψη ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επηρεάσει πιο ουσιαστικά τις συνταγματικές αλλαγές, αν είχε αναδείξει τη θεσμικοπολιτική σημασία των προτάσεών του» εκφράζει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ και μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT), Ιφιγένεια Καμτσίδου. H κ. Καμτσίδου, η οποία μέχρι τις εκλογές ήταν πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης, χαρακτηρίζει το ισχύον Σύνταγμα «ανοιχτό στις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις, που μπορεί να υποδεχτεί οποιοδήποτε κυβερνητικό πρόγραμμα» και επισημαίνει ότι ο Πρόεδρος δεν αποτελεί αντίβαρο στην κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία όταν είναι μονοκομματική τείνει να γίνει παντοδύναμη.

Έχουμε ακούσει επανειλημμένα ότι οι συνταγματικές αλλαγές αποτυπώνουν την πολιτική-ιδεολογική κατεύθυνση του εισηγητή τους. Τι γίνεται όμως, όπως στην προκείμενη περίπτωση, όταν ο εισηγητής είναι μια αριστερή πλειοψηφία και την τελική κρίση την έχει μια κεντροδεξιά πλειοψηφία; Τι αναθεώρηση έχουμε;

Η αλλαγή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας επηρεάζει ουσιαστικά την αναθεωρητική διαδικασία, καθώς η παρούσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία προσδίδει στην αναθεώρηση κατευθύνσεις που ταιριάζουν με τις ιδεολογικοπολιτικές της θεωρήσεις, ενώ αποκλείει την υιοθέτηση ρυθμίσεων που θα μπορούσαν να άρουν δυσλειτουργίες του πολιτεύματος ή/και του πολιτικού συστήματος. Ενδεικτικά, στην προηγούμενη Βουλή αποφασίστηκε με ευρεία συναίνεση η αλλαγή του άρθρου 32 του Συντάγματος, προκειμένου να αποσυνδεθεί η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διενέργεια εκλογών και συνακόλουθα από την κομματική αντιπαράθεση. Ενώ όμως η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ απέβλεπε στην εισαγωγή μιας διαδικασίας που θα εξασφάλιζε τον υπερκομματικό χαρακτήρα της εκλογής και τη νομιμοποίηση του Προέδρου ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, η ΝΔ προχωρά στην υιοθέτηση μιας ρύθμισης που θα επιτρέπει στο πρώτο κόμμα να αναδείξει ως αρχηγό του κράτους πρόσωπο της επιλογής ακόμη και της εσωκομματικής του πλειοψηφίας.

Το Σύνταγμά μας έχει κατεύθυνση Καραμανλή με την παρέμβαση Παπανδρέου ως προς τις αρμοδιότητες του Προέδρου. Κεντρική ιδεολογική κατεύθυνση έχει;

Το Σύνταγμα του 1975 είναι κατά βάση ένα Σύνταγμα συναίνεσης. Το κείμενο που υιοθετήθηκε από την Ε΄ λεγόμενη Αναθεωρητική Βουλή απέχει σημαντικά από το σχέδιο Συντάγματος που είχε παρουσιάσει η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή, καθώς σε αυτό ενσωματώθηκαν σημαντικές προτάσεις της αντιπολίτευσης, κατοχυρώθηκε με σαφήνεια η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, εμπλουτίστηκε ο κατάλογος των θεμελιωδών δικαιωμάτων, εισήχθησαν εγγυήσεις της συλλογικής και πολιτικής αυτονομίας και εξασφαλίστηκε το κράτος δικαίου. Βέβαια, στον σχεδιασμό του πολιτεύματος η εκτελεστική εξουσία διέθετε ενισχυμένο ρόλο, που στην αρχή διαρρυθμίστηκε και μέσα από την ευχέρεια του Προέδρου της Δημοκρατίας να παρεμβαίνει στη διακυβέρνηση της χώρας, εφόσον το κομματικό σύστημα δεν διασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα. Οι ρυθμίσεις αυτές γεννούσαν έντονες επιφυλάξεις, που δικαιολόγησαν τη συνταγματική τυποποίηση του πρωθυπουργού ως υπερσυγκεντρωτικού και αυτόνομου κέντρου εξουσίας με την αναθεώρηση του 1986. Ακολούθησε η μακρόσυρτη και εκτεταμένη αναθεώρηση του 2001, η οποία, χωρίς να επιφέρει σημαντικές τομές, ενίσχυσε την προστασία αρκετών δικαιωμάτων και τον κοινωνικό χαρακτήρα του κράτους. Το Σύνταγμά μας, λοιπόν, είναι ένα Σύνταγμα ανοιχτό στις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις, που μπορεί να υποδεχτεί οποιοδήποτε κυβερνητικό πρόγραμμα, ένα Σύνταγμα που επιβάλλει ο λαός να είναι όχι μόνο πηγή αλλά και φορέας της κυριαρχίας, δηλαδή να συμμετέχει ουσιαστικά στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και το κράτος να μεριμνά για τη διασφάλιση ίσης κοινωνικής αξιοπρέπειας σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου.

Πόσο περισσότερο θα μπορούσε να επηρεάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις συνταγματικές αλλαγές;

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επηρεάσει πιο ουσιαστικά τις συνταγματικές αλλαγές, αν στον δημόσιο διάλογο είχε αναδείξει τη θεσμικοπολιτική σημασία των προτάσεών του. Τούτο θα μπορούσε να μετατρέψει τις συνταγματικές ιδέες του σε κοινωνικά αιτήματα και πολιτικές διεκδικήσεις, ώστε στην παρούσα φάση να ασκηθούν πιέσεις στην κυβερνητική πλειοψηφία. Όπως όμως είναι γνωστό, η αντιμετώπιση της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης από τα ΜΜΕ δεν είναι διόλου ευνοϊκή, ως εκ τούτου οι δυνατότητές της να διαμορφώσει την ατζέντα της δημόσιας αντιπαράθεσης ήταν περιορισμένες.

Θα οδηγήσει η αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από τον κοινοβουλευτικό κύκλο σε ομαλοποίηση των πολιτικών διαδικασιών ή θα αφαιρέσει ένα θεσμικό αντίβαρο που κάποιες κυβερνήσεις είχαν την ατυχία να πρέπει να αντιμετωπίσουν;

Ο τρόπος ανάδειξης του Προέδρου της Δημοκρατίας συνδέεται με τη δημοκρατική του νομιμοποίηση, δηλαδή με τη δυνατότητά του να ασκεί τις ρυθμιστικές του αρμοδιότητες. Διότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μετέχει στη διαμόρφωση της γενικής πολιτικής της χώρας, με άλλα λόγια δεν μπορεί να αποτρέψει την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό από την υιοθέτηση αποφάσεων και μέτρων που αυτοί κρίνουν επωφελή. Επομένως, ο Πρόεδρος δεν αποτελεί αντίβαρο στην κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία όταν είναι μονοκομματική τείνει να γίνει παντοδύναμη. Πάντως, ακόμη και σε ό,τι αφορά την άσκηση των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του, για παράδειγμα την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, ένας Πρόεδρος που έχει εκλεγεί από τη σχετική πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών μετά από μια συνοπτική διαδικασία θα είναι ένας αδύναμος Πρόεδρος.

Υπήρχε η διάχυτη βεβαιότητα στην ελληνική κοινωνία ότι το πολιτικό προσωπικό με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών είχε φροντίσει για την ατιμωρησία των στελεχών του. Πόσο θα αλλάξει αυτό τώρα;

Η τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος περιορίζεται στην κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας εντός της οποίας επιτρέπεται η ποινική διερεύνηση της διαχείρισης της εξουσίας από τους υπουργούς. Έτσι, η ποινική ευθύνη των υπουργών θα παραμένει «ενεργή» για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και θα διευκολύνεται η αναζήτησή της. Η νέα ρύθμιση, πάντως, θα ενεργεί για το μέλλον. Το κρίσιμο ζήτημα, όμως, συνίσταται στην υιοθέτηση της ερμηνευτικής δήλωσης, με την οποία αποσαφηνίζεται ότι το άρθρο 86 του Συντάγματος δεν καταλαμβάνει τα ποινικά αδικήματα που τελέστηκαν επ’ ευκαιρία της άσκησης των υπουργικών καθηκόντων και τα οποία υπόκεινται στη συνηθισμένη παραγραφή. Αν η ερμηνευτική αυτή δήλωση δεν υιοθετηθεί, διαγράφεται ο κίνδυνος να επικρατήσει η εσφαλμένη αντίληψη ότι και τα αδικήματα αυτά παραγράφονται σύντομα και να σταματήσει ο έλεγχος υποθέσεων που έπληξαν την αξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος.

Εσείς τι αλλαγές νομίζετε ότι χρειάζεται ο συνταγματικός χάρτης;

Σημαντική θα ήταν η ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων και η συνταγματική κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα αγαθών που είναι αναγκαία για την αξιοπρεπή διαβίωση των μελών του κοινωνικού συνόλου, π.χ. το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα. Τούτο θα έθετε όρια στην αγοραία διαχείριση πεδίων όπου διακυβεύεται η κοινωνική αξιοπρέπεια ιδίως των αδυνάτων και θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της υποχρέωσης του κράτους να μεριμνά για την προστασία τους. Εξίσου σημαντική όμως είναι η κατοχύρωση των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και κράτους. Την τελευταία περίοδο η ιεραρχία στο όνομα του Συντάγματος, αλλά κατά παράβασή του, διεκδικεί να συμμετέχει στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας και στη διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών. Έτσι, η Εκκλησία, επωφελούμενη της κοινωνικής επιρροής της και με τη βοήθεια όσων κρατικών λειτουργών είναι ένθερμοι οπαδοί της, πέτυχε σε ορισμένες περιπτώσεις τον παραμερισμό των συνταγματικών κανόνων που διαμορφώνουν τον ουδετερόθρησκο χαρακτήρα του κράτους. Η αναγνώριση «επικρατούσας» θρησκείας από το Σύνταγμα έδωσε στην Εκκλησία τη δυνατότητα να αναλαμβάνει πολιτικό ρόλο και να υποστηρίζει πως τούτο αποτελεί συνθήκη για την απόλαυση των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας. Τούτο, όμως, επιφέρει ουσιώδη στρέβλωση στην πραγμάτωση της δημοκρατικής αρχής: Πηγή της νομοθετικής εξουσίας παύει να είναι ο λαός, και η θρησκευτική κοινότητα των Ορθοδόξων, τη βούληση των οποίων διερμηνεύουν οι ιεράρχες, αναδεικνύεται ως αναγκαία αναφορά των αποφάσεων των κυβερνώντων. Η ανάσχεση της παραπάνω εξέλιξης προϋποθέτει την απάλειψη του συνταγματικού θεμελίου των πολιτικών και πολιτειακών βλέψεων της Εκκλησίας, ώστε με την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος να αποδοθεί το αληθινό νόημα της αναφοράς στην «επικρατούσα» θρησκεία και να αποκατασταθεί η δημοκρατική και δικαιοκρατική κανονικότητα.