Υψηλού πολιτικού ρίσκου τα δημοψηφίσματα στην Ε.Ε. - Free Sunday
Υψηλού πολιτικού ρίσκου τα δημοψηφίσματα στην Ε.Ε.

Υψηλού πολιτικού ρίσκου τα δημοψηφίσματα στην Ε.Ε.

Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τους υποστηρικτές της εξόδου από την Ε.Ε. να επικρατούν στο σχετικό δημοψήφισμα που θα πραγματοποιηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο την Πέμπτη 23 Ιουνίου.

Τα δημοψηφίσματα που έχουν σχέση με την Ε.Ε. σε χώρες-μέλη και σε χώρες που συνδέονται με αυτήν έχουν μια ενδιαφέρουσα πολιτική ιστορία. Από το 1972, οπότε πραγματοποιήθηκε το πρώτο δημοψήφισμα, στη Γαλλία, για την έγκριση της επικείμενης διεύρυνσης της ΕΟΚ προς Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία και Δανία (πήρε μέρος το 60% του εκλογικού σώματος και εγκρίθηκε η διεύρυνση με ποσοστό 68,3%), έχουν πραγματοποιηθεί συνολικά 52 δημοψηφίσματα.

Ενδιαφέρουσα πρωτιά

Το πρώτο δημοψήφισμα, που πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία, είχε εξαιρετικό πολιτικό ενδιαφέρον, εφόσον οι Γάλλοι πάντα αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό την προοπτική εισόδου του Ηνωμένου βασιλείου στην ΕΟΚ. Οι Βρετανοί σήμερα παίρνουν την εκδίκησή τους, διεκδικώντας με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας την αποχώρησή τους από την Ε.Ε. των «28». 
Η Γαλλία αξιοποιεί το προηγούμενο του δημοψηφίσματος για τη διεύρυνση που πραγματοποιήθηκε το 1972 για να πάρει προληπτικά μέτρα ενόψει πιθανής διεύρυνσης της Ε.Ε. προς την Τουρκία, την οποία απορρίπτει το σύνολο σχεδόν της γαλλικής πολιτικής τάξης. Χρειάζεται, λοιπόν, δημοψήφισμα για να εγκριθεί οποιαδήποτε μελλοντική διεύρυνση και αυτή η συνταγματική δέσμευση μπορεί να παρακαμφθεί μόνο αν υπάρξει πλειοψηφία 3/5 στο Κοινοβούλιο.

Μπορεί η Γαλλία να διευκόλυνε τη διεύρυνση της ΕΟΚ το 1973 προς το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τη Δανία, αλλά με ένα άλλο δημοψήφισμα τορπίλισε το 2005 τη Συνθήκη Δημιουργίας Ευρωπαϊκού Συντάγματος, το λεγόμενο Ευρωσύνταγμα. Είκοσι πέντε ηγέτες της τότε Ε.Ε. είχαν φτάσει, ύστερα από μια σύνθετη διαδικασία, σε συμφωνία για το Ευρωσύνταγμα, το οποίο θα έδινε άλλες δυνατότητες, πολιτικές και οικονομικές, στην Ε.Ε. Τέσσερις χώρες αποφάσισαν να εγκρίνουν το Ευρωσύνταγμα με δημοψήφισμα. Στην Ισπανία ο λαός το ενέκρινε με ποσοστό 76,7% και στο Λουξεμβούργο με 56,5%. Στη Γαλλία όμως το Ευρωσύνταγμα απορρίφθηκε. Η συμμετοχή ήταν της τάξης του 69% των ψηφοφόρων και οι θετικές ψήφοι 45,3%. Επικράτησαν εσωτερικοί πολιτικοί υπολογισμοί, με τους Σοσιαλιστές να ηγούνται της καμπάνιας του «όχι» για να φέρουν σε δύσκολη θέση την κεντροδεξιά.

Οι ατίθασοι Ολλανδοί

Ακόμη χειρότερα ήταν τα αποτελέσματα στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα στην Ολλανδία. Πήρε μέρος το 63% των ψηφοφόρων και το ενέκρινε μόλις το 38,2%. Με τη Γαλλία και την Ολλανδία, δύο ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ, να τορπιλίζουν το Ευρωσύνταγμα, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη σημερινή θεσμική και υπαρξιακή κρίση της Ε.Ε. Το 2005 η οικονομική και κοινωνική κατάσταση δεν είχε τα χαρακτηριστικά που άφησε η κρίση του 2008 και όλα θα μπορούσαν να εξελιχθούν ομαλά, σε όφελος της Ε.Ε. και των λαών της.
Οι Ολλανδοί επανήλθαν το 2016 με ένα μη δεσμευτικό για την κυβέρνηση δημοψήφισμα, με το οποίο απέρριψαν τη συμφωνία σύνδεσης Ε.Ε. και Ουκρανίας. Πήρε μέρος σε αυτό το 32% των ψηφοφόρων –το δημοψήφισμα θεωρείται έγκυρο στην Ολλανδία όταν η συμμετοχή ξεπερνάει το 30%– και υπερψήφισε τη συμφωνία σύνδεσης Ε.Ε.-Ουκρανίας μόλις το 38,2% από αυτούς που πήραν μέρος στο δημοψήφισμα, ακριβώς το ίδιο ποσοστό με εκείνους που ψήφισαν υπέρ του Ευρωσυντάγματος στην Ολλανδία το 2005.

Η Ολλανδία είναι εξαιρετικά σημαντική χώρα για την Ε.Ε., επειδή έχει αναπτυγμένη και παγκοσμιοποιημένη οικονομία, και αντιμετωπίζεται απ’ όλους ως η ισχυρότερη «μικρή» χώρα.
Η άκρα Δεξιά προηγείται ήδη στις δημοσκοπήσεις στην Ολλανδία και αν κρίνουμε από τον ευρωσκεπτικισμό που προσδιόρισε τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων του 2005 και του 2016, αυτή η υπόθεση θα έχει συνέχεια.

Οι επιδόσεις της Ελβετίας

Εντυπωσιακές επιδόσεις στα δημοψηφίσματα για θέματα που αφορούν την Ε.Ε. έχει η Ελβετία, μια χώρα που δεν ανήκει σε αυτήν.

Συνολικά έχουν πραγματοποιηθεί οκτώ δημοψηφίσματα στην Ελβετία για τον προσδιορισμό των σχέσεών της με την Ε.Ε. Οι Ελβετοί ειδικεύονται στα δημοψηφίσματα, για όλα τα σημαντικά θέματα, εφόσον τα θεωρούν μορφή άμεσης δημοκρατίας. Στο δημοψήφισμα που έγινε το 1997 μόλις το 25,9% των Ελβετών τάχθηκε υπέρ της μελλοντικής ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. Το ποσοστό έπεσε ακόμα πιο χαμηλά, στο 23,2%, στο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε το 2001 για το ίδιο θέμα, σφραγίζοντας την παραμονή της Ελβετίας, εξαιρετικά σημαντικού διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου, εκτός Ε.Ε.

Οι Ελβετοί ενέκριναν με δημοψήφισμα το 2009 την ελεύθερη μετακίνηση πολιτών και κυρίως εργαζομένων μεταξύ Ε.Ε. και Ελβετίας με ποσοστό 59,6%. Το δημοψήφισμα επαναλήφθηκε το 2014 και η έγκριση αυτή τη φορά ήταν οριακή, με ποσοστό 50,3%.

Με δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε το 2000 οι Ελβετοί ενέκριναν με ποσοστό 67,2% τις διμερείς συμφωνίες που προσδιορίζουν τις σχέσεις τους με τις χώρες της Ε.Ε., ενώ στο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε το 2005 ενέκριναν με ποσοστό 54,6% τη συμμετοχή της χώρας τους στη Συμφωνία Σένγκεν.

Το προηγούμενο της Ελβετίας ενισχύει την επιχειρηματολογία των υποστηρικτών του Brexit ότι μια εξαιρετικά αναπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα μπορεί τελικά να διαμορφώσει τη σχέση που επιθυμεί με την Ε.Ε.

Παρόμοιο είναι το μήνυμα που μας έρχεται από τη Νορβηγία. Στο δημοψήφισμα του 1972, στο οποίο η συμμετοχή έφτασε στο 79%, το 46,5% είπε «ναι» στην ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και το 53,5% είπε το μεγάλο «όχι». Το δημοψήφισμα επαναλήφθηκε το 1994, με ποσοστό συμμετοχής 89%. Το 47,8% των Νορβηγών ενέκρινε τη μελλοντική ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. και το 52,2% την απέρριψε.

Το ρεκόρ των Ιρλανδών 

Η Ιρλανδία έχει το ρεκόρ στα δημοψηφίσματα για θέματα που έχουν σχέση με την Ε.Ε., εφόσον έχει πραγματοποιήσει οκτώ.
Το 1972 οι Ιρλανδοί ενέκριναν με ποσοστό 83,1% την ένταξή τους στην ΕΟΚ. Το 1992 ενέκριναν με ποσοστό 68,7% τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Το 2001 απέρριψαν, σε δημοψήφισμα, με ποσοστό 53,9% τη Συνθήκη της Νίκαιας, την οποία όμως ενέκριναν με δημοψήφισμα του 2002, όπου οι θετικές ψήφοι έφτασαν το 62,9%, αφού έγιναν οι αναγκαίες προσαρμογές για να πειστούν οι ψηφοφόροι.

Ίδια μέθοδος ακολουθήθηκε το 2008, οπότε με δημοψήφισμα οι Ιρλανδοί είπαν «όχι» στη Συνθήκη της Λισαβόνας. Το 46,6% των θετικών ψήφων στο δημοψήφισμα του 2008 μετατράπηκε σε 67,1% θετικών ψήφων στο δημοψήφισμα του 2009, πάλι για τη Συνθήκη της Λισαβόνας, αφού προηγήθηκαν οι αναγκαίες αλλαγές για να ικανοποιηθούν οι ψηφοφόροι.

Το προηγούμενο των Ιρλανδών, οι οποίοι σε δύο περιπτώσεις μετέτρεψαν με αλλεπάλληλα δημοψηφίσματα το «όχι» σε «ναι», επιτρέπει στους υποστηρικτές του Brexit να επιχειρηματολογήσουν υπέρ ενός «όχι» που θα μπορούσε να μετατραπεί σε «ναι» με μεταγενέστερο δημοψήφισμα, για να προσελκύσουν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους οι οποίοι δεν θέλουν την οριστική ρήξη με την Ε.Ε.

Το αργυρό στη Δανία

Το αργυρό μετάλλιο για δημοψηφίσματα που έχουν σχέση με την Ε.Ε. παίρνει η Δανία, η οποία έχει πραγματοποιήσει επτά, ένα λιγότερο από την Ιρλανδία και τα ίδια με την Ελβετία, η οποία όμως δεν ανήκει στην Ε.Ε.

Οι Δανοί ενέκριναν με δημοψήφισμα, το 1972, την ένταξη της χώρας τους στην ΕΟΚ με ποσοστό 63,3% και εντυπωσιακή συμμετοχή 90%.

Το 1992 όμως είπαν «όχι» στη Συνθήκη του Μάαστριχτ με ποσοστό 50,7% και συμμετοχή 83%. Το 1993 μετέτρεψαν με δεύτερο δημοψήφισμα για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το «όχι» σε «ναι», το οποίο επικράτησε με ποσοστό 56,8% και επίσης εντυπωσιακή συμμετοχή 87%.

Το 2000 οι Δανοί πραγματοποίησαν δημοψήφισμα για να αποφασίσουν αν θα ενταχθούν στην Ευρωζώνη. Το ποσοστό συμμετοχής ήταν 88%, οι θετικές ψήφοι 46,9%, οι αρνητικές 53,1%, κι έτσι η Δανία έμεινε εκτός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.

Τέλος, με δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε το 2015 οι Δανοί αποφάσισαν, με ποσοστό 53,1%, να μείνουν εκτός του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου για ζητήματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων.

Οι Δανοί ακολουθούν τη βρετανική προσέγγιση, λέγοντας «όχι» στο ευρώ και διατηρώντας μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας από τις Βρυξέλλες σε ζητήματα δικαιοσύνης, ασφάλειας και διοίκησης.

Στα σημαντικά «όχι» που έβγαλαν τα δημοψηφίσματα για ζητήματα που έχουν σχέση με την Ε.Ε. είναι και η απόρριψη από τους Σουηδούς της ένταξης στην Ευρωζώνη. Το σχετικό δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε το 2003. Το ποσοστό συμμετοχής ήταν 83%, το 42% των Σουηδών ψήφισε υπέρ του ευρώ και το 58% αποφάσισε υπέρ της διατήρησης του εθνικού νομίσματος.

Ένταξη - αποχώρηση

Από τα 52 δημοψηφίσματα που πραγματοποιήθηκαν συνολικά από το 1972, τα 20 είχαν σχέση με την επικύρωση της ένταξης χωρών στην Ε.Ε. ή την υποβολή αιτήματος για ένταξη.
Με εξαίρεση τη Νορβηγία, που απέρριψε δύο φορές με δημοψήφισμα την ένταξη, και την Ελβετία, η οποία απέρριψε δύο φορές την υποβολή αιτήματος για ένταξη, όλα τα άλλα δημοψηφίσματα αυτού του είδους οδήγησαν σε θετικό αποτέλεσμα. Το ρεκόρ σε θετικές ψήφους για την ένταξή της στην Ε.Ε. πέτυχε η Σλοβακία, το 2003, με ποσοστό 92,5%. Στη δεύτερη θέση, σε ό,τι αφορά τις θετικές ψήφους, έρχεται η Λιθουανία με 91,1% και στην τρίτη η Ρουμανία με 89,7%, ενώ στην τέταρτη ακολουθεί η Σλοβενία με ποσοστό 89,6%. Τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά που σημειώθηκαν στα περισσότερα δημοψηφίσματα που πραγματοποιήθηκαν σε ανατολικές χώρες δείχνουν την επιθυμία των λαών τους να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον μέσω της Ε.Ε. Εξηγούν επίσης τη μεγάλη και επιτυχημένη προσπάθεια προσαρμογής που έγινε σε αυτές τις χώρες. Οι περισσότερες από αυτές αναπτύσσονται δυναμικά και έχουν αφήσει πίσω τους την Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις βασικές επιδόσεις της οικονομίας τους και την προοπτική της.

Το μεγάλο θέμα σήμερα είναι το δημοψήφισμα που θα πραγματοποιηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο για την παραμονή ή μη της χώρας στην Ε.Ε. Το Ηνωμένο Βασίλειο εντάχθηκε στην ΕΟΚ το 1973 και η ένταξη επικυρώθηκε με δημοψήφισμα, το οποίο οργάνωσε η κυβέρνηση των Εργατικών, το 1975. Το ποσοστό συμμετοχής ήταν 64% και το ποσοστό των «ναι» έφτασε το εντυπωσιακό 67,2%.

Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν πάντα μια ειδική περίπτωση, εφόσον η βρετανική κοινή γνώμη επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την ανάμνηση της Αυτοκρατορίας, τις σχέσεις με την Κοινοπολιτεία, οι οποίες πλέον δεν είναι τόσο ισχυρές όσο νομίζουν οι Βρετανοί πολίτες, και την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ.

Αποτελεί όμως κατάντημα για τη βρετανική και την ευρωπαϊκή πολιτική η μετατροπή του δυναμικού «ναι» του 1975 με ποσοστό 67,2% σε ένα αποτέλεσμα που θα είναι υπέρ του Brexit ή στην καλύτερη περίπτωση οριακά υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. στο δημοψήφισμα της επόμενης Πέμπτης.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου θα προσδιοριστεί, σε μεγάλο βαθμό, από την άνοδο του δεξιόστροφου λαϊκισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις συγκρούσεις στο εσωτερικό του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος, τη γενικευμένη δυσλειτουργία της Ε.Ε. και την αξιοποίηση της ελληνικής κρίσης και του προσφυγικού-μεταναστευτικού ως φόβητρα για να μετατοπιστούν οι ψηφοφόροι προς το Brexit.

Στην πορεία προς το δημοψήφισμα της Πέμπτης 23 Ιουνίου επιβεβαιώθηκαν τάσεις που παρατηρήθηκαν σε δημοψηφίσματα άλλων χωρών της Ε.Ε. Η συζήτηση που ξεκίνησε γύρω από ζητήματα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος αναπτύχθηκε γύρω από θέματα εσωτερικής πολιτικής, όπως, για παράδειγμα, αν θα παραμείνει ο Ντέιβιντ Κάμερον στην πρωθυπουργία ή θα αντικατασταθεί από τον υποστηρικτή του Brexit, πρώην δήμαρχο του Λονδίνου και βουλευτή των Συντηρητικών Μπόρις Τζόνσον.

Έχει παρατηρηθεί ότι δημοψηφίσματα ευρωπαϊκού χαρακτήρα κρίνονται από ζητήματα εσωτερικής πολιτικής που μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση με το θέμα. Ανάλογα φαινόμενα όμως παρατηρούνται και στις βουλευτικές εκλογές, όπου τα κριτήρια αξιολόγησης των πολιτικών κομμάτων μπορεί τελικά να μην έχουν σχέση με το διακύβευμα, που είναι η αντιμετώπιση των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων.

Ο ρόλος της Ελλάδας

Η Ελλάδα έχει γράψει τη δική της ιστορία στα δημοψηφίσματα για ζητήματα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Το δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε το 2015 είχε σχέση με την έγκριση ή μη της συμφωνίας χρηματοδοτικής στήριξης της ελληνικής οικονομίας και του σχετικού μνημονίου. Η συμφωνία απορρίφθηκε πανηγυρικά από τους ψηφοφόρους με ποσοστό 61,3%. Στη συνέχεια η κυβέρνηση Τσίπρα μετέτρεψε το «όχι» σε «ναι» και προχώρησε στη διαπραγμάτευση και υπογραφή του τρίτου προγράμματος-μνημονίου χωρίς να υπάρξει δεύτερο διορθωτικό δημοψήφισμα, όπως στις περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Δανίας για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Η ελληνική ιδιαιτερότητα βρίσκεται στο ότι άλλα ζήτησε η κυβέρνηση από τον λαό να ψηφίσει και εντελώς διαφορετικά έκανε μετά την υπερψήφιση της πρότασής της από τον λαό.
Στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε μόνο ένα δημοψήφισμα για θέματα που αφορούν τις σχέσεις μας με την Ε.Ε., ενώ υπάρχουν ακόμη πέντε χώρες-μέλη της Ε.Ε. –η Γερμανία, το Βέλγιο, η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Βουλγαρία– στις οποίες δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη σχετικό δημοψήφισμα.
Η Ελλάδα δεσπόζει πάντως με τον τρόπο της και στο βρετανικό δημοψήφισμα. Οι υποστηρικτές του Brexit αξιοποιούν την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής, που αποδίδουν τα περισσότερα δεινά της ελληνικής οικονομίας στην Ε.Ε. και κυρίως στη Γερμανία και ζητούν από τους συμπολίτες τους να σπάσουν τα δεσμά με την Ε.Ε., η οποία κατέστρεψε την Ελλάδα για να επιβάλει την κυριαρχία των Γερμανών, των Βρυξελλών και των τραπεζών.

Τη δυναμική του Brexit ενίσχυσε και η υιοθέτηση από την κυβέρνηση Τσίπρα της πολιτικής των ανοιχτών συνόρων με την Τουρκία και της διευκόλυνσης των προσφύγων και των μεταναστών να μεταβούν μέσω Ελλάδας σε αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. και κυρίως στη Γερμανία, στην Αυστρία και στη Σουηδία. 

Μέσα σε έναν χρόνο η Γερμανία και η Αυστρία υποδέχτηκαν πρόσφυγες που αναλογούν στο 1% του πληθυσμού τους, ενώ η Σουηδία έκανε ρεκόρ, υποδεχόμενη το 2015 πρόσφυγες που αναλογούν στο 1,6% του πληθυσμού της. Οι δεξιοί λαϊκιστές δημιούργησαν δυναμική υπέρ του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο διαμαρτυρόμενοι για τη μαζική είσοδο στη χώρα τους χαμηλόμισθων εργαζόμενων από άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως είναι η Πολωνία και η Ουγγαρία, στη συνέχεια όμως επένδυσαν ανοιχτά στον φόβο που προκαλούν στον πληθυσμό τα ανεξέλεγκτα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα.

Το κωμικοτραγικό είναι ότι ελάχιστοι πρόσφυγες κατευθύνθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, εφόσον η χώρα δεν συμμετέχει στη Συμφωνία Σένγκεν και το πέρασμα από τη Γαλλία στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι μια δύσκολη και επικίνδυνη υπόθεση. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους υποστηρικτές του Brexit να αξιοποιήσουν τις εικόνες διοικητικής διάλυσης και κοινωνικής αναστάτωσης που συνδέθηκαν με τα ανεξέλεγκτα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα από την Τουρκία προς την Ε.Ε. μέσω Ελλάδας.

Ο μεγάλος κίνδυνος

Ο μεγάλος κίνδυνος για την Ελλάδα είναι να πληρώσει ακριβά το Brexit, στην ενίσχυση της δυναμικής του οποίου τόσο βοήθησε με την αδυναμία της να βγει από το μνημόνιο, τις συνεχείς καταγγελίες κατά των Βρυξελλών και του Βερολίνου και τα ανεξέλεγκτα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα του 2015 και των πρώτων μηνών του 2016.

Σε περίπτωση Brexit, θα ακολουθήσει μια περίοδος αναταραχής στην Ε.Ε., που θα δοκιμάσει τις αντοχές της οικονομίας και του πολιτικού μας συστήματος. Αν τελικά ηρεμήσουν τα πράγματα μετά τις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας τον Απρίλιο του 2017 και τις βουλευτικές εκλογές της Γερμανίας το φθινόπωρο του 2017, θα προσπαθήσουν οι ισχυροί της Ευρωζώνης να δημιουργήσουν μια νέα δυναμική για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στη μετά Brexit εποχή. Το πιθανότερο είναι να αντιμετωπίσουν την Ελλάδα σαν ένα οικονομικό «βαρίδι» που θα πρέπει να μείνει αναγκαστικά στο περιθώριο της μετά Brexit εποχής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.