Τα εγκαίνια της ΔΕΘ και οι δύσκολες σχέσεις των πρωθυπουργών με τη Θεσσαλονίκη - Free Sunday
Τα εγκαίνια της ΔΕΘ και οι δύσκολες σχέσεις των πρωθυπουργών με τη Θεσσαλονίκη

Τα εγκαίνια της ΔΕΘ και οι δύσκολες σχέσεις των πρωθυπουργών με τη Θεσσαλονίκη

Η προαναγγελία της ίδρυσης παραρτήματος του πρωθυπουργικού γραφείου στη Θεσσαλονίκη, την οποία προφανώς θα ανακοινώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στη ΔΕΘ, είναι το κερασάκι του ΣΥΡΙΖΑ στην τούρτα των δύσκολων σχέσεων ανάμεσα στους πρωθυπουργούς και τη Θεσσαλονίκη. 

Οι ελληνικές κυβερνήσεις παραδοσιακά –όχι από τη μεταπολίτευση, αλλά από την ένταξη της Βόρειας Ελλάδας– είχαν το πρόβλημα της καχυποψίας του τοπικού πληθυσμού απέναντι στις κεντρικές επιλογές τους, τις οποίες θεωρούσαν μονομερείς και άδικες για τη Βόρεια Ελλάδα. Αυτή η καχυποψία εξακολουθεί να διαρρέει οριζόντια την ατζέντα των θεμάτων και δίνει ερμηνείες στα ερωτήματα κάθε είδους, από το «γιατί ο ΠΑΟΚ δεν κέρδισε το πρωτάθλημα;» μέχρι το «γιατί δεν τελειώνει το μετρό της Θεσσαλονίκης;».

Αυτά είναι ερωτήματα με τα οποία ο εκάστοτε πρωθυπουργός έρχεται αντιμέτωπος στα εγκαίνια της έκθεσης. Δυστυχώς, τα περισσότερα από αυτά έχουν περίπλοκες και δύσκολες έως δυσάρεστες απαντήσεις, τις οποίες κανένας πρωθυπουργός δεν μπορεί να δώσει. Ίσως, αν τις έδινε, η κατάσταση να ήταν καλύτερη.

Η προσπάθεια του κ. Τσίπρα να δαμάσει την καχυποψία με την αναγγελία της δημιουργίας ενός θεσμικού οργάνου περισσότερο την κολακεύει και την ενισχύει. Θεσμικά προέρχεται από το πασοκικό πολιτικό οπλοστάσιο και στηρίζεται σε μια ιδέα με την οποία ο Γιώργος Πασχαλίδης, ως ΥΜΑΘ την περίοδο 2000-2003, προσπάθησε να ανατρέψει την καχυποψία δίνοντας την ευκαιρία στους τοπικούς φορείς να έρθουν σε απευθείας επαφή με τον ίδιο τον πρωθυπουργό, για να θέσουν τα ζητήματά τους. Η προσπάθεια Πασχαλίδη ήταν το αντίδοτο σε μια ΝΔ που είχε κυριαρχήσει πολιτικά στην πόλη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και κάλπαζε στην εξουσία, αναδεικνύοντας όσα δεν γίνονταν στην πόλη.

Κατέρρευσε παταγωδώς, καθώς διαπιστώθηκε ότι η καχυποψία δεν μπορεί να απαντηθεί. Διότι ετίθεντο δύο κατηγορίες θεμάτων: Στα ζητήματα των μεγάλων έργων δεν μπορούσαν να έχουν εξελίξεις μέσα σε έναν χρόνο, οδηγώντας τον πρωθυπουργό στο να επαναλαμβάνει όσα είχε πει την προηγούμενη χρονιά, απογοητεύοντας το ακροατήριο, ενώ οποιαδήποτε εξαγγελία αντιμετωπιζόταν ως κοροϊδία και «λόγια που δεν γίνονται πράξεις».

Στα θεσμικά ζητήματα κάθε κλάδου, που ήταν ο άλλος πυλώνας, ο πρωθυπουργός έδινε τις κυβερνητικές απαντήσεις, οι οποίες ήταν ήδη γνωστές. Διότι προφανώς η φορολογία ενός κλάδου με 15% σε κάποια δραστηριότητα δεν είναι τοπικό θέμα της Θεσσαλονίκης.

«Τον διέλυσα, του τα είπα χύμα και δεν είχε απαντήσεις για τίποτε» έλεγε θριαμβευτικά πολιτικός και προσωπικός φίλος του τότε προέδρου της ΝΔ Κώστα Καραμανλή μετά από μια συνάντηση, ενώ η ΝΔ με ανακοίνωσή της ανακεφαλαίωνε την απογοήτευση των συμμετεχόντων.

Σύμφωνα με πληροφορίες, που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν επίσημα, ο Κώστας Σημίτης είχε από την πρώτη χρονιά εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για τη διαδικασία.

Έτσι, η κατάληξη της ωραίας ιδέας του Γιώργου Πασχαλίδη δεν έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι στις δημοτικές εκλογές του 2002 ο υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ στον Δήμο Θεσσαλονίκης Σπύρος Βούγιας έχασε με 25 μονάδες διαφορά και από τον πρώτο γύρο από τον υποψήφιο της ΝΔ Βασίλη Παπαγεωργόπουλο, ενώ στις εθνικές εκλογές του 2004 η ΝΔ πήρε από τα υψηλότερα ποσοστά της πανελλαδικά στην Α΄ Θεσσαλονίκης.

Ο διάλογος του πρωθυπουργού με τους φορείς της πόλης έφτασε στο τέλος του και διεγράφη οριστικά από το πρωθυπουργικό πρόγραμμα στην αρχή της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή.

Ο θεσμός των διαδηλώσεων

Οι διαδηλώσεις στα εγκαίνια της ΔΕΘ είναι παραδοσιακή αξία από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Για την ακρίβεια, ξεκίνησε να γίνεται θεσμός το 1992, όταν οι απεργοί του ΟΑΣΑ θέλησαν να διαμαρτυρηθούν στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για την ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας. Για τους Θεσσαλονικείς, μέχρι τότε τα εγκαίνια ήταν η ιερή αγελάδα του χρόνου, καθώς είχαν την ευκαιρία το βράδυ του Σαββάτου να συντρώγουν σε εστιατόρια έχοντας υπουργούς στο δίπλα τραπέζι. Άλλωστε το πρωθυπουργικό δείπνο ήταν για λίγους και το φαγητό –καλό μεν, τυποποιημένο δε– συνήθως έμενε ανέγγιχτο μετά το τέλος της ομιλίας, κατά την οποία ο πρωθυπουργός έδινε το στίγμα της οικονομικής πολιτικής της επόμενης χρονιάς.

Όμως τη σκυτάλη από τους οδηγούς του ΟΑΣΑ πήραν λίγα χρόνια αργότερα, επί πρωθυπουργίας Σημίτη, τοπικές δυνάμεις. Ήταν οι οπαδοί του Άρη, που διαμαρτυρήθηκαν για μια άδικη συμπεριφορά σε βάρος της ομάδας τους. Έτσι, την επόμενη χρονιά, το 1998, που ο Σημίτης σκόπευε να ανακοινώσει αυξήσεις για το 1999, στην προσπάθειά του να γυρίσει το κλίμα για την κυβέρνηση, ενόψει των επικείμενων ευρωεκλογών, το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης προτίμησε οι ανακοινώσεις να γίνουν στην Αθήνα, για να μη διακινδυνεύσει να ταφούν στον θόρυβο των επεισοδίων στην πλατεία της ΧΑΝΘ, λίγα μέτρα από τον χώρο στον οποίο θα μιλούσε ο πρωθυπουργός.

Οι διαδηλώσεις των συνδικάτων έγιναν θεσμός και αποτέλεσαν το βήμα ενός παράλληλου μονολόγου. Στο Βελλίδειο ο πρωθυπουργός τα έβρισκε όλα καλά και έστελνε το μήνυμα ότι θα γίνουν καλύτερα, ενώ στην πλατεία τα συνδικάτα οίκτιραν την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.

Το πλαίσιο των δύο παράλληλων μονολόγων, όμως, επέβαλλε αυστηρά μέτρα ασφαλείας, που μπλόκαραν τη ζωή και την κίνηση την πόλη, γιατί κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι κάποιοι δεν θα επιχειρούσαν εισβολή στον χώρο της ομιλίας, για να κερδίσουν και σε επίπεδο εικόνας. Πιο κοντά στο να το επιτύχουν έφτασαν οι οπαδοί του Ηρακλή, σε μια άλλη διαμαρτυρία.

Έτσι, έφτασε στο τέλος και ο διάλογος που είχε επιχειρηθεί να γίνει ανάμεσα στον εκάστοτε πρωθυπουργό και στην κοινωνία. Απλώς στο μεταξύ τα μέτρα ασφαλείας για τα εγκαίνια από τα 100 μέτρα από τον χώρο ομιλίας πήγαν στα δύο χιλιόμετρα και η ζωή όσων τυχαίνει να ζουν στην πόλη έχει ένα Σαββατοκύριακο ακινησίας και εκνευρισμού.