Οι ευρωπαϊκοί λαοί θέλουν, οι ηγεσίες τους όμως δεν μπορούν - Free Sunday
Οι ευρωπαϊκοί λαοί θέλουν, οι ηγεσίες τους όμως δεν μπορούν

Οι ευρωπαϊκοί λαοί θέλουν, οι ηγεσίες τους όμως δεν μπορούν

Οι δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες δείχνουν εντυπωσιακή ενίσχυση του φιλοευρωπαϊκού ρεύματος στην κοινή γνώμη των περισσότερων χωρών της Ε.Ε. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η ψήφος των Βρετανών στο δημοψήφισμα του Ιουνίου υπέρ του Brexit μπορεί να λειτούργησε συσπειρωτικά για τους Ευρωπαίους πολίτες, οι περισσότεροι από τους οποίους θέλουν να διατηρηθούν τα «κεκτημένα» της Ε.Ε.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ίδιες δημοσκοπήσεις καταγράφουν φιλοευρωπαϊκή στροφή και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι πολίτες αρχίζουν να διαπιστώνουν ότι το Brexit θα έχει μεγάλο οικονομικό και επενδυτικό κόστος για τη χώρα τους.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες μπορούν να μετατρέψουν τη φιλοευρωπαϊκή δυναμική σε επίπεδο βάσης σε νέες πρωτοβουλίες για την καλύτερη συνεννόηση μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών-μελών και για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων. Με βάση την πληροφόρηση και τις επαφές που έχω με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η απάντηση είναι όχι. Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα προτιμήσουν να αφήσουν την κρίση να εξελιχθεί, αναλαμβάνοντας και το σχετικό ρίσκο, παρά να σηκώσουν το πολιτικό κόστος αναγκαίων αλλά δύσκολων πρωτοβουλιών.

Διχασμένη κοινή γνώμη

Το βασικό πρόβλημα που διαμορφώνει τη συμπεριφορά των πολιτικών ηγετών είναι η έλλειψη ενιαίας ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Η κοινή γνώμη διαμορφώνεται σε εθνικό επίπεδο και εκπαιδεύεται συχνά στην αντιπαλότητα μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και στον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών-μελών και της υπερεθνικής δομής των Βρυξελλών, η οποία υποτίθεται ότι απειλεί με εξαφάνιση τα κράτη-μέλη και τους πολιτικούς εκπροσώπους των ευρωπαϊκών λαών.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων, οι Πολωνοί είναι σε ποσοστό πάνω από 70% υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αυτό όμως δεν εμποδίζει την υπερσυντηρητική κυβέρνηση της χώρας να κερδίζει τις πολιτικές αναμετρήσεις στο εσωτερικό, επενδύοντας στον πατριωτισμό, ακόμη και στον εθνικισμό. Στη Γερμανία και στην Ισπανία η κοινή γνώμη είναι φιλοευρωπαϊκή και εγκρίνει σε ποσοστό 65%-70% τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το πολιτικό παιχνίδι όμως κερδίζεται ή χάνεται στη βάση συγκεκριμένων θεμάτων που κυριαρχούν στην επικαιρότητα με μια εσωτερική πολιτική λογική. 

Οι Χριστιανοδημοκράτες της κ. Μέρκελ απέκτησαν ισχυρή δεξιά αντιπολίτευση και μπορεί να μην κυριαρχήσουν και στην επόμενη τετραετία εξαιτίας της δυναμικής αντίδρασης πολλών μη προνομιούχων Γερμανών, ιδιαίτερα από τις ανατολικές περιοχές της χώρας, οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση Μέρκελ είναι υπερβολικά καλή με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες σε μια περίοδο κατά την οποία οι ίδιοι αντιμετωπίζουν αρκετά μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες.

Η Ισπανία εμποδίζεται από το να πρωταγωνιστήσει στις ευρωπαϊκές εξελίξεις εξαιτίας της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης που έχει ξεσπάσει στο εσωτερικό. Ο Μαριάνο Ραχόι και η κεντροδεξιά χρειάστηκαν δύο εκλογικές νίκες και περισσότερους από δέκα μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων για να σχηματίσουν κυβέρνηση μειοψηφίας που δεν είναι βέβαιο ότι θα επιβιώσει των αντιφάσεων της ισπανικής πολιτικής ζωής. Επιπλέον, οι αυτονομιστές της Καταλονίας προσπαθούν να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και να βάλουν τέλος στην Ισπανία με τη σημερινή της μορφή.

Υπάρχουν δύο σημαντικές χώρες της Ε.Ε. στις οποίες ο φιλοευρωπαϊσμός της κοινής γνώμης τείνει να περιοριστεί. Στη Γαλλία 30%-35% των πολιτών τάσσονται κατά της συνέχισης της συμμετοχής της χώρας τους στην Ε.Ε. και εκφράζονται σχεδόν στο σύνολό τους από το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν. Στην Ιταλία το ποσοστό απόρριψης της συμμετοχής στην Ε.Ε. έχει ξεπεράσει το φράγμα του 40% και μπορεί να γίνει πολιτικά επικίνδυνο εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις ότι ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός κ. Ρέντσι θα χάσει το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση που πραγματοποιείται αυτή την Κυριακή και επιβάλλουν στη συνέχεια το Κίνημα Πέντε Αστέρων και η Λέγκα του Βορρά δημοψήφισμα για την έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωζώνη.

Επικίνδυνη αδράνεια

Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν στο άμεσο μέλλον για να ελεγχθεί η πολιτική και θεσμική κρίση που ξέσπασε στην Ε.Ε. μετά την ψήφο των Βρετανών υπέρ του Brexit. Δεν υπάρχει όμως κανείς πρόθυμος να αναλάβει τη σχετική πρωτοβουλία, γιατί γνωρίζει ότι αυτό που μπορεί να διευκολύνει την αντιμετώπιση των κοινών ευρωπαϊκών προβλημάτων ίσως τον καταστρέψει πολιτικά στο εσωτερικό της χώρας του.

Η γερμανική κοινή γνώμη έχει διαμορφωθεί στην κατεύθυνση ότι επιδοτεί, σε δημοσιονομικό και οικονομικό επίπεδο, τους ευρωπαϊκούς λαούς που δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά όσο η Γερμανία. Το αποτέλεσμα είναι να λέει όχι η γερμανική κυβέρνηση στην αύξηση των ιδίων πόρων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, στη χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας με βάση την προσεκτική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην εγγύηση των καταθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην πορεία προς την τραπεζική ενοποίηση.

Από τη στιγμή που η οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ε.Ε. κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, περιορίζονται δραστικά οι δυνατότητες κοινής αντιμετώπισης των προβλημάτων. Η καγκελάριος Μέρκελ δέχεται αυτή την περίοδο μεγάλη πολιτική πίεση από τα δεξιά, από το Κόμμα των Φιλελευθέρων και την Εναλλακτική για τη Γερμανία, και δεν μπορεί να χαλαρώσει τις θέσεις της στα ζητήματα που αναφέραμε χωρίς να υποστεί τεράστια πολιτική ζημιά.

Αντίστροφη είναι η πολιτική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη Γαλλία και στην Ιταλία. Οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις των δύο εξαιρετικά σημαντικών κρατών της Ευρωζώνης γνωρίζουν ότι πρέπει να βάλουν σε τάξη τα δημόσια οικονομικά τους και να προχωρήσουν στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία τους για να βάλουν τέλος σε μια περίοδο οικονομικής και κοινωνικής στασιμότητας και να εξισορροπήσουν τη γερμανική οικονομική επιρροή για να λειτουργήσει καλύτερα το ευρωπαϊκό σύνολο. 

Είναι επίσης φανερό ότι στον βαθμό που θα βελτιωθούν οι επιδόσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων κρατών, θα περιοριστούν και οι επιφυλάξεις της Γερμανίας για πρωταγωνιστική συμμετοχή στην κοινή αναζήτηση λύσεων στα ευρωπαϊκά προβλήματα.

Η πολιτική τάξη της Γαλλίας και της Ιταλίας φοβάται, με ορισμένες τιμητικές εξαιρέσεις, ότι αν κινηθεί στην κατεύθυνση που περιγράψαμε θα βρεθεί σύντομα στο πολιτικό περιθώριο υπό την πίεση του δεξιόστροφου λαϊκισμού που αναπτύσσεται δυναμικά.

Στο πολιτικό ψυγείο

Στο πολιτικό ψυγείο έχουν μπει με δική τους πρωτοβουλία οι βασικοί εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών. Περιμένουν πρώτα να δουν τι θα γίνει στις κρίσιμες πολιτικές αναμετρήσεις στην Αυστρία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία και στη Γερμανία, για να δουν στη συνέχεια εάν υπάρχει δυνατότητα πολιτικής παρέμβασής τους.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην οποία ο πρόεδρος κ. Γιούνκερ ήθελε να δώσει πολιτικά χαρακτηριστικά, γίνεται ολοένα πιο απολιτική, για να επιβιώσει του Brexit και άλλων αρνητικών εξελίξεων. Η αποχώρηση του Γερμανού Σοσιαλδημοκράτη κ. Σουλτς από την προεδρία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη γερμανική πολιτική φαίνεται να βυθίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε μια κρίση με βασικό χαρακτηριστικό την πολυδιάσπαση δυνάμεων. 

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα καταρρεύσει η άτυπη συνεργασία της πολιτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και της σοσιαλιστικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ η προσπάθεια ανάδειξης του νέου προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα δοκιμάσει τη συνοχή των δύο μεγαλύτερων πολιτικών ομάδων και θα δώσει νέες ευκαιρίες στους δεξιόστροφους και στους ακροδεξιούς λαϊκιστές που κερδίζουν συνεχώς έδαφος.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί θέλουν μια ανασύνταξη δυνάμεων και την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά η έλλειψη ενιαίας ευρωπαϊκής κοινής γνώμης υποχρεώνει τους πολιτικούς ηγέτες να λειτουργούν με εσωτερικά πολιτικά κριτήρια και στέκεται προς το παρόν εμπόδιο στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης.