Τι κρύβεται πίσω από τη λιτότητα διαρκείας - Free Sunday
Τι κρύβεται πίσω από τη λιτότητα διαρκείας

Τι κρύβεται πίσω από τη λιτότητα διαρκείας

Μεγάλη συζήτηση γίνεται σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για το ζήτημα της λιτότητας. Συγκρούονται διαφορετικές στρατηγικές για την Ε.Ε., ενώ σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις που θα αλλάξουν τον πολιτικό χάρτη της Ε.Ε. το επόμενο δωδεκάμηνο πυροδοτούν την αντιπαράθεση.

Εύκολος στόχος η Γερμανία

Συνήθως οι κυβερνήσεις που δέχονται μεγάλη πολιτική πίεση εξαιτίας της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζουν στοχοποιούν τη Γερμανία και τις υποτιθέμενες νεοφιλελεύθερες επιλογές της για τη λιτότητα.

Η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα, εφόσον η Γερμανία καταφέρνει να συνδυάζει την οικονομική με την κοινωνική ανάπτυξη. Η οικονομία της αναπτύσσεται με έναν αξιοπρεπή ρυθμό της τάξης του 1,8%, το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων αυξάνεται, το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει στο 6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και οι περισσότερες κοινωνικές παροχές βελτιώνονται με πρωτοβουλία της κυβέρνησης συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μεγάλη δόση νεοφιλελευθερισμού ή λιτότητας στην οικονομική πολιτική που εφαρμόζει η Γερμανία, προς μεγάλη απογοήτευση όσων έχουν την τάση να επιχειρηματολογούν χωρίς να λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τους την πραγματικότητα.

Η γερμανική επιτυχία ξεκίνησε το 2003, με την απόφαση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ να εφαρμόσει το δύσκολο πρόγραμμα «Ατζέντα 2010» για την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας σε συνθήκες ΟΝΕ μέσα από σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στον οικονομικό και στον κοινωνικό τομέα.

Υπάρχουν κι άλλες χώρες της Ε.Ε. που έχουν ξεφύγει από τον κανόνα της λιτότητας εφαρμόζοντας επιτυχημένες οικονομικές πολιτικές. Χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Πολωνίας, της Σλοβακίας και της Ιρλανδίας, που αναδεικνύονται σε πρωταθλητές της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης σε ένα δύσκολο και εξαιρετικά ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον.

Η λιτότητα δεν εξάγεται

Το άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιείται σε βάρος της Γερμανίας είναι ότι εξάγει τη λιτότητα μέσα από το υπερβολικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας προέρχεται από τις συναλλαγές με τρίτες χώρες –χώρες που δεν ανήκουν στην Ε.Ε.–, επομένως και αυτό το επιχείρημα δεν έχει μεγάλη σχέση με την οικονομική πραγματικότητα.

Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό πλεόνασμα της Γερμανίας, υπάρχουν δύο τρόποι να δαπανηθεί υπέρ της ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο πρώτος έχει σχέση με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της βασικής υποδομής της χώρας, και ο δεύτερος με τη μείωση των φορολογικών βαρών των πολιτών, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημά τους ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου 2017. 

Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, η κυβέρνηση Μέρκελ θα κινηθεί προς την κατεύθυνση της μείωσης της φορολογίας και της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, αρκεί βέβαια να υπάρξει η αναγκαία συνεννόηση μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών, που μετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό.

Το φόβητρο των Βρυξελλών

Το τρίτο επιχείρημα που έχει σχέση με την εισαγόμενη λιτότητα αποδίδει τις ευθύνες στις Βρυξέλλες και στις πρωτεύουσες που μπορεί να προσδιορίζουν τις αποφάσεις, όπως είναι το Βερολίνο. Με βάση αυτή την επιχειρηματολογία, οι κανόνες της ΟΝΕ είναι υπερβολικά περιοριστικοί και εμποδίζουν την ανάκαμψη σε χώρες που δεν έχουν τις δυνατότητες της Γερμανίας και άλλων πρωταθλητών της οικονομίας.

Για να υπάρξει κοινό νόμισμα πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους δημοσιονομική και οικονομική πειθαρχία. Διαφορετικά, θα καταρρεύσει το ευρώ και η οικονομική και πολιτική προσπάθεια που συνδέεται με αυτό. Παρά την οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε μετά το 2008 στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη, συνεχίστηκε η αύξηση των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα και έχουν ήδη φτάσει τις 19.

Η πειθαρχία ενισχύθηκε εξαιτίας της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, η οποία οδήγησε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος στην ένταξη σε ειδικά προγράμματα δανειοδότησης και αναγκαστικού οικονομικού εκσυγχρονισμού.

Σήμερα η πειθαρχία που επιβάλλουν οι Βρυξέλλες έχει χαλαρώσει εντυπωσιακά και αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από τις σχετικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ισπανίας είναι της τάξης του 5% του ΑΕΠ –πολύ πάνω από το όριο του 3%– αλλά η χώρα δεν δέχεται ιδιαίτερη πίεση για πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή. Ανάλογη είναι η κατάσταση στη Γαλλία και στην Πορτογαλία, όπου το δημοσιονομικό έλλειμμα εξελίσσεται με μεγάλη απόκλιση από τους αρχικούς στόχους. Επιπλέον, στην Πορτογαλία –όπως και στην Ιταλία– εκδηλώνεται μεγάλης κλίμακας τραπεζική κρίση, η οποία δεν αντιμετωπίζεται με βάση τους νέους κανόνες που ισχύουν για κυπριακού τύπου bail-in αλλά με άμεση και έμμεση επιδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους έχει επέλθει μεγάλη χαλάρωση στην πολιτική που εφαρμόζεται και το επιχείρημα της αυστηρής λιτότητας με εντολή Βρυξελλών είναι πιο κοντά στην προπαγάνδα απ’ ό,τι στην πραγματικότητα.

Οι αλήθειες του Ντράγκι

Το πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει περιγράψει με τον καλύτερο τρόπο ο πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Ντράγκι. Ο κ. Ντράγκι εφαρμόζει μια χαλαρή νομισματική πολιτική, η οποία επιτρέπει μεγάλη μείωση των επιτοκίων και τον δραστικό περιορισμό του κόστους διαχείρισης του δημόσιου χρέους. Έχουμε φτάσει στο σημείο να διαθέτουν η Ισπανία και η Ιταλία τα δεκαετή ομόλογά τους στις διεθνείς αγορές με επιτόκιο της τάξης του 1%. 

Υπάρχουν αρκετές χώρες –χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Σλοβακίας– που καλύπτουν τις ανάγκες δανεισμού τους σε τριετή ή πενταετή βάση με εξαιρετικά χαμηλά ή και αρνητικά επιτόκια. Η κατάρρευση των επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου των χωρών της Ε.Ε. με πρωτοβουλία της ΕΚΤ αποτελεί ουσιαστική συμβολή στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών και στον τερματισμό της λιτότητας.

Ο κ. Ντράγκι όμως προειδοποιεί σε κάθε ευκαιρία ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική που εφαρμόζει δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ολοκληρωμένης οικονομικής πολιτικής. Ζητεί από τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών να κινηθούν σε τρεις βασικές κατευθύνσεις. 

Πρώτον, όσες δεν έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες να προχωρήσουν στην αλλαγή της σύνθεσής τους, ώστε να αυξηθούν οι επενδυτικές δαπάνες και να περιοριστούν οι λειτουργικές, καταναλωτικές. 
Δεύτερον, οι κυβερνήσεις που έχουν δημοσιονομικές δυνατότητες να τις αξιοποιήσουν για την τόνωση της ζήτησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 

Τρίτον, οι κυβερνήσεις ιδιαίτερα των χωρών που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα πρέπει να προχωρήσουν, γρήγορα και αποτελεσματικά, στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που θα ενισχύσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Ξέρουμε το πρόβλημα, ξέρουμε και τη λύση του. Το ερώτημα είναι ποιοι έχουν τη δυνατότητα να την εφαρμόσουν. Η Γαλλία, για παράδειγμα, δεν μπόρεσε να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η προσπάθεια που έκανε, με μεγάλη καθυστέρηση, ο Πρόεδρος Ολάντ προσέκρουσε στις αντιρρήσεις της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και στην κινητοποίηση της ελεγχόμενης από το Κ.Κ. συνδικαλιστικής οργάνωσης CGT και εγκαταλείφθηκε. 

Παρόμοια είναι η εικόνα στην Ιταλία, όπου ο κεντροαριστερός μεταρρυθμιστής πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι προσπαθεί να εκσυγχρονίσει την αγορά εργασίας και τη δημόσια διοίκηση, εμποδίζεται όμως στην προσπάθειά του από την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του, την αντίδραση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και τη δεξιόστροφη λαϊκιστική αντιπολίτευση του Μπέπε Γκρίλο του Κινήματος Πέντε Αστέρων και του Σαλβίνι της Λέγκας του Βορρά. Η αδυναμία της Γαλλίας και της Ιταλίας να προχωρήσουν στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές ενισχύει τα φαινόμενα ύφεσης που οδηγούν σε παρατεταμένη λιτότητα.